[Υπό δημοσίευση] ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Το δράμα της πολυσυλλεκτικότητας χωρίς ηγεμονικό ιδεολογικό στίγμα

Μετά την εκλογική αποτυχία του Ιουλίου και την απροσδόκητη εκλογή από τη βάση (ναι, από τη βάση) νέου προέδρου,  οι διαφωνούντες και οι τάσεις  του ΣΥΡΙΖΑ μόνον υπαινικτικά αναφέρθηκαν  στις αιτίες που η περιβόητη «βάση» και οι φίλοι της επέλεξαν με συντριπτική πλειοψηφία τον νεόφερτο κ. Στέφανο Κασσελάκη και όχι ηγετικά στελέχη με δυνατό κομματικό μητρώο όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, η Έφη Αχτσιόγλου και ο Νίκος Παππάς μετά την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα.

Τι συνέβη;

Η απροσδόκητη εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προϊόν αλληλένδετων παραγόντων, στους οποίους περιλαμβάνονται

  • η αντιφατική κυβερνητική θητεία 2015-19,
  • η απώλεια της προοπτικής για επιστροφή στην κυβέρνηση,
  • η χαλαρή πολυσυλλεκτικότητα του κομματος,  
  • σοβαρά προβλήματα εσωκομματικών αμεσοδημοκρατικών κανόνων του παιγνιδιού που είχαν επηρεασθεί από τον «σπόρο του από τα κάτω αυθορμητισμού»,[1]
  • η προγραμματική- ιδεολογική ασάφεια και η συρρικνωμένη απήχηση αναπαλαιούμενων ιδεών,
  • η ποιότητα της νέας ηγεσίας που φαίνεται ότι αδυνατούσε να συνθέσει κεντρόφυγες τάσεις, αλλά και
  • οι υστερήσεις σε θεωρία και πολιτική πράξη. 

Εδώ θα σταθούμε μόνο σε μερικά από αυτά – στο ενδοκομματικό παίγνιο εξουσίας, την πολυσελλεκτικότητα του κόμματος, τις θεωρητικές υστερήσεις και αβεβαιότητες.

Μετά την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας και την εκλογή προέδρου ήλθε στην επιφάνεια ένα παίγνιο εσωκομματικής διαπάλης για εξουσία εντός και εκτός του κόμματος σε ακραία εκδοχή. Προσωπικές αντιπαραθέσεις, αμοιβαία επίρριψη ευθυνών για την εκλογική αποτυχία, αμφισβήτηση πρώην υπουργών κλπ. κατέληξαν πρώτα στην αμφισβήτηση του νέου προέδρου και στη συνέχεια σε διαδοχικές αποσχίσεις. Ήταν ένα είδος «εμφυλιοπολεμικής αυτοκαταστροφής».[2] Κρίνοντας βέβαια από διάφορες δηλώσεις, διαπιστώνουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ πολλών προβεβλημένων στελεχών και ομάδων ήταν από καιρό τεταμένες, όμως  δοκιμάσθηκαν ακόμη περισσότερο όταν  η εκλογή νέου προέδρου ανέτρεψε την κομματική επετηρίδα.

Παίγνια εξουσίας εμφανίζονται βέβαια ιδίως σε περιόδους κάμψης σε όλα τα μαζικά κόμματα που είναι σχεδόν εξ ορισμού πολυσυλλεκτικά.  Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και το ΚΚΕ, υπέφεραν συχνά από διασπάσεις στο παρελθόν. Όμως η πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και το ύφος των αντιπαραθέσεων  ξεπέρασε προηγούμενα επεισόδια! Συναφώς, πολλοί διαφωνούντες με τον νέο πρόεδρο αποχώρησαν επιδείχνοντας   ελάχιστο σεβασμό  στους κανόνες που είχαν ψηφίσει (εκλογή προέδρου από τη βάση, παράδοση της βουλευτικής έδρας σε περίπτωση αποχώρησης κλπ.) αποκαλύπτοντας μία υποκριτική στάση απέναντι στις δημοκρατικές διαδικασίες.

Το έδαφος για αυτή την απότομη εκδήλωση κεντρόφυγων δυνάμεων  είχε στρώσει κατ΄αρχάς η χαλαρή  πολυσυλλεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Την υποδήλωνε ευθαρσώς ο τίτλος: Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς- Προοδευτική Συμμαχία– δηλαδή συνασπισμός ριζοσπαστικών ομάδων και συμμαχία με άλλες τάσεις.  Το κόμμα-κίνημα είχε παύσει να αποτελεί ένα ομοιογενές μόρφωμα  καθώς πρόσθετε στις τάξεις του ετερογενή στοιχεία προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ, το πεδίο συντεχνιακών διεκδικήσεων, το ΚΚΕ, το ΚΚΕ/Εσωτερικού (ανανεωτική Αριστερα), αναρχοαυτόνομο χώρο, ταυτοτικές ομάδες κλπ.

Κατά διαστήματα η εσωτερική αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στο δίλημμα «αριστερά ή κεντροαριστερά». Χαρακτηριστικά, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος πρόβαλε το αίτημα για αποκατάσταση της  αριστερής ταυτότητας  του κόμματος την οποία έβλεπε να χάνεται  και, εναλλακτικά, την υπερασπίσθηκε με την έξοδο από το κόμμα.  Διευκρίνιζε συχνά ότι «η ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν μπορεί να είναι ένα απλό άθροισμα κεντρώων, κεντροαριστερών, αριστερών, ριζοσπαστικών και άλλων απόψεων» (βλ. συνέντευξή του στην εφημερίδα «Γνώμη» της Πάτρας). Άλλα στελέχη, συμπεριλαμβανομένης της κ. Αχτσιόγλου, προτιμούσαν χαμηλόφωνα ένα άνοιγμα προς το κέντρο – την «κεντροαριστερή» λύση, χωρίς όμως ιδιαίτερες διευκρινίσεις του όρου, δηλαδή τι συνεπαγόταν για τον ρόλο του κράτους και της αγοράς, το ρυθμιστικό σύστημα, το ασφαλιστικό, τις ΔΕΚΟ, την εσωτερική ασφάλεια. Επίσης άνθισαν στο εσωτερικό της συμμαχίας πάσης φύσης αντιπαραθέσεις και σχήματα («συνιστώσες») που διεκδικούσαν την ορθή ερμηνεία της αριστερής ταυτότητας. Τη σύγχυση επέτεινε ο ακτιβισμός όσων είχαν μετακινηθεί από το ΠΑΣΟΚ.

Η διαδικασία εκλογής προέδρου από τη βάση, προϊόν «αμεσοδημοκρατικών» αντιλήψεων, χωρίς ενδιάμεσα θεσμικά φίλτρα (Κεντρική Επιτροπή, Κοινοβουλευτική Ομάδα κλπ)  αντί να ενώσει, έδωσε τη ευκαιρία στις διάφορες ομάδες  να διεκδικήσουν αυξημένα μερίδια εσωκομματικής επιρροής.    Άλλωστε, από το 2019  δεν υπήρχε πλέον ο συγκολλητικός ιστός της κυβερνητικής εξουσίας.

Η απρόβλεπτη ένταση των φυγόκεντρων δυνάμεων στον ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται μόνο  στην πολυσυλλεκτικότητα και ετερογένεια του κόμματος, αλλά και σε κρίσιμες θεωρητικές-ιδεολογικές εκκρεμότητες. Κατά τη γνώμη μου, η σπουδαιότερη ήταν η εξής: πως θα μπορούσε να εφαρμοσθεί «αριστερή» πολιτική (και ποια ακριβώς) σε μία χώρα που είναι ενταγμένη σε ΕΕ,  ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ και, επιπλέον είναι στενά συνδεδεμένη με τη Δύση  με πολυεπίπεδες εμπορικές, επενδυτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ανταλλαγές.

Σε αυτή την κρίσιμη αποσαφήνιση, που θα παρήγαγε  ένα ενοποιητικό πλαίσιο, δεν συνεισέφεραν οι διανοούμενοι του κόμματος, οι οποίοι δεν αξιοποίησαν τις τραυματικές για αυτούς κυβερνητικές εμπειρίες 2015-2019 – μιας ενδιαφέρουσας περιόδου για σχετικές θεωρητικές δοκιμές.  Τότε  η κυβέρνηση ΣΥΡΙΑΝΕΛ για να αποφύγει τη χρεοκοπία της χώρας αναγκάσθηκε να εφαρμόσει ένα τρίτο σκληρό Μνημόνιο (= πρόγραμμα προσαρμογής) και μερικές σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική (ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστική μεταρρύθμιση, μεταβίβαση στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας («υπερταμείο») μεγάλου μέρους της δημόσιας περιουσίας, ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού  δημοσιονομικής διαχείρισης για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων  κ.α.  [3] 

Όλα αυτά δεν είχαν σχέση με τις αντιλήψεις που είχαν καλλιεργηθεί από δεκαετίες στην Αριστερά, προκάλεσαν σύγχυση και εντάσεις, μαζί με άλλους παράγοντες, βραδυφλεγώς  μετά την απώλεια της προοπτικής για επιστροφή στην κυβέρνηση το 2023.

Όμως, καθ΄οδόν προς τις εκλογές του 2015 αλλά και μετά,  όλα τα κείμενα αξιώσεων (Κώστας Λαπαβίτσας, Γιαννης Μηλιός, Γιάνης Βαρουφάκης κ.α.) επέκριναν δραστικά την ΕΕ.[4] Την περίοδο της κρίσης και των Μνημονίων απαιτούσαν την ηρωική έξοδο της χώρας  από την ΕΕ και την Ευρωζώνη.[5] Πολλοί συνόδευαν την  αποσύνδεση από την ΕΕ με τριτοκοσμικές φαντασιώσεις π.χ. για την κατάσταση στη Βενεζουέλα ή πιθανή βοήθεια άνευ όρων από τη Ρωσία. Παλαιότερα πρόβαλαν την ιδέα της «αυτοδύναμης ανάπτυξης» και, την περίοδο των Μνημονίων, ενός νέου «παραγωγικού μοντέλου». Το περιεχόμενό της παρέμενε όμως  νεφελώδες. Το αποτέλεσμα ήταν η διαρκής αντιπαράθεση με την ΕΕ για την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου που είχε υπογράψει η κυβέρνησή τους.

Όλα αυτά συνέβησαν σε μια εποχή εντεινόμενων ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων, αναταραχών και  μεταβολών στην παγκόσμια οικονομία. Ήταν περίπου κάλεσμα στις πολυεθνικές να μη θεωρήσουν την Ελλάδα ως φιλικό τόπο παραγωγής και επενδύσεων παρά τα προφανή γεωγραφικά και άλλα πλεονεκτήματά της. Το αποτέλεσμα θα ήταν βέβαια η αποσύνδεση της χώρας από τα διεθνή δίκτυα συναλλαγών και πτώση της ανάπτυξης.

Λόγω αυτής της θεμελιώδους στάσης, δεν τίθετο καν  θέμα μεταρρυθμίσεων για προσαρμογή στο μεταβαλλόμενο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, ούτε κοινωνικών συμμαχιών με αστικές δυνάμεις και λειτουργικών συμβιβασμών στο εσωτερικό. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, οι σοβαρές θεωρητικές παρεμβάσεις όπως του Ευκλείδη Τσακαλώτου[6] και του Γιώργου Σταθάκη[7] εστίαζαν στην κριτική της πολιτικής προσαρμογής που επιδίωκε η .… κεντροαριστερά και του εκσυγχρονισμού επί πρωθυπουργίας  Κώστα Σημίτη. Έχοντας έτσι ορθώσει τείχος έναντι των πιθανών συμμάχων της κεντροαριστεράς και με δεδομένο το αμετακίνητο αντικαπιταλιστικό τείχος του ΚΚΕ δεν έμενε παρά να αναζητηθούν  αντικρουόμενες «αυθεντικές» ερμηνείες του όρου Αριστερά.

 Όμως η πνευματική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είχε αντλήσει  (κριτικά βεβαίως)  ιδέες από τις ιστορικές της εμπειρίες της ελληνικής κεντροαριστεράς και, οπωσδήποτε, από τον πλούτο ιδεών που είχε γεννήσει η ευρωπαϊκή δημοκρατική Αριστερά. Ειδικά οι θέσεις των κομμάτων της για  κεντρικά στοιχεία του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη δογματική κληρονομιά  είχαν απασχολήσει φερ΄ ειπείν το Ιταλικό ΚΚ την εποχή του Berlinguer όταν υιοθέτησε τον πασίγνωστο ιστορικό συμβιβασμό (compromesso historico),[8] το Εργατικό κόμμα στο Ενωμένο Βασίλειο με το πρόγραμμα του τρίτου δρόμου (third way), και απασχολούν σήμερα όλα τα κόμματα της δημοκρατικής  Αριστεράς  στην Ευρώπη όπως δείχνουν οι συζητήσεις για αποσαφήνιση της προοδευτικής πολιτικής.[9]

Κατά τη γνώμη μου, τα προηγούμενα  θεωρητικά-ιδεολογικά και πολιτικά ελλείμματα συνυφαίνονται με την διφορούμενη στάση έναντι της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι  απόψεις των στελεχών για τη διάκριση των εξουσιών, την έννομη τάξη, τις ανεξάρτητες αρχές, ακόμα και για τις ατομικές ελευθερίες ήταν στην καλύτερη περίπτωση διφορούμενες όπως φάνηκε την περίοδο διακυβέρνησής τους 2015-2019.

Πρέπει όμως να τονισθεί ότι  η ηγεσία του  ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε  ότι υπήρχε ένα  ρήγμα μεταξύ του προτύπου της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Ελλάδα (όπως ορίζεται στο Σύνταγμα)  και της πραγματικότητάς της. Συναφώς,  τόνιζε ακατάπαυστα ότι

  • οι κυβερνήσεις  επιχειρούσαν να ελέγξουν τη Δικαιοσύνη με μια απέραντη ποικιλία μέσων, καθιερώνοντας μεταξύ άλλων την επιλογή της ηγεσίας της από το υπουργικό συμβούλιο,
  • οι  ανεξάρτητες αρχές ήταν εκτεθειμένες σε κομματικές επιρροές της εκάστοτε κυβέρνησης,
  • οι πελατειακές συναλλαγές στα δημόσια έργα και ΔΕΚΟ κατέληγαν σε λαθεμένες προτεραιότητες, εύθραυστες υποδομές, σπατάλη πόρων και διαφθορά,
  • η Δημόσια Διοίκηση  ήταν κομματικοποιημένη κλπ.

 Ως ένα βαθμό η κατά βάση ορθή αυτή κριτική αποδείχθηκε υποκριτική όταν κυβέρνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και υιοθέτησε παρόμοιες μεθόδους. Εκτός τούτου, όπως σημειώσαμε,   στο πνευματικό κλίμα της Αριστεράς ασκούσαν γοητεία απωθητικά θεσμικά πρότυπα τύπου Βενεζουέλας.  Τέλος, ουδέποτε ξεκαθαρίσθηκε  αν η  κριτική της αφορούσε στις στρεβλώσεις και όχι τις βασικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο πολιτικός της λόγος παρέμεινε με την έννοια αυτή αντισυστημικός και μάλιστα σε μία εποχή που οι διαθέσεις της κοινής γνώμης άλλαζαν. Και έγινε λιγότερο πειστικός όταν ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση και βρέθηκε αντιμέτωπος με τη θεσμική  πραγματικότητα του ευρωπαϊκού συστήματος (και του παγκόσμιου καπιταλισμού) με όλα τους τα κουσούρια.

Η αυλαία του δράματος δεν θα πέσει σύντομα.


[1] Βλ. Κώστας Μποτόπουλος  « Από την αυτοοργάνωση στην αυτοδιάλυση», εφημερίδα τα Νέα, 18-19. 11. 2023.

[2] Όπως το διατύπωσε ο Δημήτρης Σεβαστάκης στο κείμενό του «Στερεά εξαέρωση», εφημερίδα τα Νέα 18-19.11.2023.

[3] Βλ. Πάνος Καζάκος  Τέλος των ψευδαισθήσεων; Ελεγχόμενες πτωχεύσεις, οικονομική κρίση και μνημόνια 2009-2019, Παπαζήσης, 2020.

[4] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων Νάντια Βαλαβάνη Η αρπαγή της Ελλάδας, Νέα Σύνορα, 2015, Γιάνης Βαρουφάκης  Ανίκητοι ηττημένοι, Πατάκης, 2017, Κώστας Λαπαβίτσας Η Ευρωζώνη ανάμεσα στη λιτότητα και την αθέτηση πληρωμών, εκδόσεις Λιβάνη, 2910, Γιάννης Μηλιός Από την κρίση στην κυβέρνηση της αριστεράς. Η στρατηγική των αναγκών, Πεδίο, 2014, Κώστας Λαπαβίτσας κ.α. Οικονομική πολιτική για την ανάκαμψη της Ελλάδας, Λιβάνης, 2018,

[5] Ακόμα και ο μετριοπαθής Γιάννης Δραγασάκης έθετε μεν τα σωστά ερωτήματα  αλλά κρατούσε ανοιχτές «όλες τις επιλογές» σε περίπτωση επιθετικής στάσης των δανειστών μας στο ζήτημα του χρέους. Βλ. Γιάννης Δραγασάκης Ποια έξοδος; Από ποια κρίση; Με ποιες δυνάμεις; Ταξιδευτής 2012, σελ. 63.

[6] Ευκλείδης Τσακαλώτος  Οι αξίες και η αξία της αριστεράς- Ένα αντι-εκσυγχρονιστικό δοκίμιο, Κριτική  2005. 

[7] Γιώργος Σταθάκης  Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, Βιβλιόραμα, 2007.

[8] Βλ. διεξοδική εξέταση στο Γιάννης Μπαλαμπανίδης  Ευρωκομμουισμός, Πόλις 2015.

[9] Βλ. ενδεικτικά  το εγχειρίδιο ιδεών Making progressive politicς work, Policy Network, London 2014 με άρθρα ηγετικών πολιτικών, διανοουμένων, ακαδημαϊκών  κ.α. Είναι προϊόν συνδιάσκεψης με το ίδιο θέμα που πραγματοποιήθηκε στην Ολλανδία. Στην Ελλάδα στο ίδιο πνεύμα κινείται το Δίκτυο για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη της Άννας Διαμαντοπούλου.

[Υπό δημοσίευση] 1982 – το πρώτο έτος μιας αντιφατικής διακυβέρνησης.

Το οργανωτική πλαίσιο του κειμένου αυτού είναι ένα έτος- το πρώτο έτος κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Αυτό περιορίζει το οπτικό πεδίο καθώς αφήνει λίγο χώρο για τις δομικές αλλαγές που συμπληρώθηκαν τα επόμενα χρόνια μέχρι την πρώτη κρίση του 1985. Όμως ήδη το 1982 έχουμε τις απαρχές αμφισημιών και αντιφατικών ρευμάτων σκέψης και πολιτικής που σημάδεψαν τις δεκαετίες της μεταπολίτευσης.  

Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και ο σχηματισμός κυβέρνησης τον Νοέμβριο του 1981 σήμαινε διαφορετικά πράγματα για διαφορετικά τμήματα της κοινωνίας. Για πολλούς συνυφάνθηκε με αντιφατικές προσδοκίες για αποτελεσματικότερη διαχείριση της οικονομίας, που είχε περιέλθει σέ κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, ληξιπρόθεσμο κοινωνικό εκσυγχρονισμό αλλά και προάσπιση «κεκτημένων» τα οποία θεωρούσαν ότι απειλούσε η ένταξη στην ΕΕ. Στο σύνθημα της «αλλαγής» ο καθένας  έδινε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά το τρόπον τινά επίσημο ιδεολογικό στίγμα που καθόριζε ο χαρισματικός Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σαφώς αντιδυτικό και ασαφώς «σοσιαλιστικό» και τοποθετούσε την Ελλάδα στον χώρο της παγκόσμιας περιφέρειας την οποία εκμεταλλεύονται οι μητροπόλεις.

               Μακροοικονομικός λαϊκισμός.

Το πλέον πολυσυζητημένο χαρακτηριστικό της δεκαετίας του ’80 ήταν η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική που οδήγησε σε ελλείμματα και δύσκολα διαχειρίσιμη συσσώρευση δυσβάστακτων χρεών. Ανταποκρινόταν στο πρότυπο του μακροοικονομικού λαϊκισμού. Οι κριτικοί επεσήμαναν ότι μια χώρα με συνεχή τεράστια ελλείμματα συσσωρεύει χρέη και θα αντιμετωπίσει αργά ή γρήγορα προβλήματα δανεισμού.

Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ μόλις σχηματίσθηκε επέτεινε την πολιτική ελλειμμάτων που ήδη είχε αρχίσει από την προκάτοχό της το 1981 αυξάνοντας  τις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις στο δημόσιο, την απασχόληση στο Δημόσιο και καλύπτοντας τα  διευρυμένα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης, των δημοσίων επιχειρήσεων και τις νέες υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ τα φορολογικά έσοδα υστερούσαν σε σχέση με αυτές. Ο ελάχιστος μισθός αυξήθηκε κατά 40%! Οι δαπάνες άμβλυναν τις κοινωνικές ανισότητες- προσωρινά.  Η  πολιτική αυτή στηριζόταν, μεταξύ άλλων,  στην υπόθεση ότι   οι νέες δαπάνες θα παρέσυραν προς τα επάνω  την παραγωγή σε συνδυασμό πάντως με μία πολιτική  προγραμματισμένης αντιμετώπισης των «διαρθρωτικών προβλημάτων» της ελληνικής οικονομίας μέσω επεκτεινόμενης κρατικής παρέμβασης.  Έτσι μεσο- ή μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη θα επέτρεπε την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.

Όμως, η πολιτική εκείνη  παράβλεπε τις αρνητικές επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις, την αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου και των κομματικών στελεχών, το γεγονός ότι η Ελλάδα μόλις είχε ενταχθεί στην ΕΕ (το 1981) και, επομένως, άνοιγε την αγορά της στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Αναπόφευκτα, οι εισοδηματικές αυξήσεις οδήγησαν σε αύξηση των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών αντί της εγχώριας παραγωγής. Γενικά, ακόμα και προβεβλημένα στελέχη της κυβέρνησης όπως ο Απόστολος Λάζαρης  αναγνώρισαν αργότερα ότι οι πάσης φύσης εισοδηματικές αυξήσεις  ήταν  συνολικά λαθεμένη επιλογή (Βλ. Γιάννης Βούλγαρης  Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης 1974-1990, θεμέλιο 2001, 173-4).

Το 1983 η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να υποτιμήσει τη δραχμή και το 1985 να εφαρμόσει ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα έναντι έκτακτης βοήθειας από την ΕΕ.

Ένα  ενδιαφέρον μέτρο   γενικής οικονομικής πολιτικής του 1982 ήταν  η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή (ΑΤΑ). Όπως είχε αναγγείλει στις προγραμματικές δηλώσεις της η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου «η προσαρμογή θα ήταν πλήρης για εισοδήματα  μέχρις ενός επιπέδου ανεκτής διαβίωσης», πέρα από το οποίο θα κλιμακωνόταν σε χαμηλότερα επίπεδα (βλ. Πρακτικά της Βουλής, 22 Νοεμβρίου 1981).  Ο κύριος στόχος της ήταν να αποκαθιστά συνεχώς την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων που χανόταν λόγω του πληθωρισμού.  Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή επικρίθηκε έντονα με το σκεπτικό ότι θα επιτάχυνε τον πληθωρισμό γιατί θα προκαλούσε ένα σπιράλ μισθών- τιμών και θα δημιουργούσε προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην παραγωγική βάση της χώρας.  Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή θα διορθωθεί δύο χρόνια αργότερα με κάποιους ντροπαλούς ετεροχρονισμούς  των μισθολογικών αυξήσεων μεταθέτοντας την καταβολή τους κατά ένα τετράμηνο.

               Οι σχέσεις με την ΕΕ.

Συμβατή με τη γενικότερη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής ήταν και η αναζήτηση νέας ισορροπίας ανάμεσα σε προεκλογικές διακηρύξεις για αποχώρηση από την ΕΟΚ και στη νέα κυβερνητική πλέον θέση για αναδιαπραγμάτευση των όρων της ένταξης. Η λύση βρέθηκε με το περιβόητο «Μνημόνιο» που υπέβαλε η κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 1982. Κατά την άποψη της κυβέρνησης οι κανόνες της κοινής αγοράς  είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις χώρες της ευρωπαϊκή περιφέρειας.  Τις επιπτώσεις αυτές δεν αντιστάθμίζαν οι μεταφορές πόρων μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού.  Για τους λόγους αυτούς το «Μνημόνιο» ζητούσε  εξαίρεση από τους κανόνες της «κοινής αγοράς» και περισσότερη βοήθεια. (βλ. Πάνος Καζάκος Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα,  Πατάκης, 2001, σελ. 366 και μετά).  

Για την πολιτική αξιολόγηση του Μνημονίου εκείνου  έχει σημασία να λάβουμε υπόψη ότι το θεμέλιο της της ΕΕ ήταν και παραμένουν οι κανόνες της κοινής αγοράς (σήμερα: της εσωτερικής αγοράς) που ρυθμίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου. Δεν άπρεπε να αναμένεται ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να πετύχει εν λευκώ εξουσιοδότηση για να αποκλίνει μονίμως από ο πλαίσιό τους, Συναφώς, η επιδίωξη της εξαίρεσης υποβάθμιζε την ανάγκη για προσαρμογή στο νέο οικονομικό περιβάλλον.

               Αμφίσημος θεσμικός εκσυγχρονισμός.  

Τέλος σειρά ολόκληρη μέτρων εξέφραζαν διάθεση θεσμικού εκσυγχρονισμού. Επομένως είναι άδικο να τη θεωρήσουμε συνολικά και αποκλειστικά την πολιτική εκείνη  λαϊκιστική. Εδώ εντάσσεται ο νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ  1268/1982 (συν προεδρικά διατάγματα) που επέφερε σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία των Πανεπιστημίων. Ωστόσο, οι νέες τυπικές ρυθμίσεις δεν άργησαν να νοθευθούν ως ένα βαθμό στην πράξη από την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα του κομματισμού και της πελατειακής συναλλαγής.

Σημαντικότερη ήταν ίσως η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. Ο νόμος 1250/82 καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο παράλληλα με τον θρησκευτικό. Ο επόμενος νόμος 1329/1983 είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα και ήταν ίσως η σπουδαιότερη έκφραση του θεσμικού εκσυγχρονισμού  που προώθησε το κίνημα. Ο νόμος εκείνος στηρίχθηκε στις πρόνοιες του Συντάγματος του 1975 (άρθρα 2 και 116), πρόβλεψε μεταξύ άλλων την κατάργηση της προίκας που έδινε στον γάμο χαρακτήρα αγοραίας συναλλαγής, αποποινικοποίησε τη μοιχεία, κατοχύρωσε τον πολιτικό γάμο, αφαίρεσε από το διαζύγιο τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, αποδέσμευσε  τη διατροφή από την αναζήτηση του υπαιτίου για το διαζύγιο, άλλαξε τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς. Συνολικά, όπως πυκνά εκτίμησε η Χριστίνα Ακριβοπούλου  «ο νόμος αναίρεσε τον μοντέλο της πατριαρχικής οικογένειας» (βλ. πυκνογραμμένο λήμμα της στο Β. Βαμβακάς και Π. Παναγιωτόπουλος (επιμέλεια) Η Ελλάδα στη δεκαετία του ΄80, Πέρασμα, 2010).  

Τέλος, μέρος της ευρύτερης αλλαγής του θεσμικού πλαισίου  ήταν και ο νόμος 1264/1982 για τον συνδικαλισμό  που σηματοδότησε μια νέα φάση στην οποία η ευρύτερη συμμετοχή (ο εκδημοκρατισμός) συνδέθηκε με διαφορετικό κομματικό έλεγχο των οργανώσεων. Συνολικά αποτιμώντας τα γεγονότα, το 1982 δόθηκε το έναυσμα για μια υπερβολικά επεκτατική (μακρο)οικονομική πολιτική και πολλές θεσμικές αλλαγές που ανταποκρίθηκαν εν πολλοίς σε διάχυτα αιτήματα για εκσυγχρονισμό. Όμως περαιτέρω μέτρα τη δεκαετία που ακολούθησε (ευρείας κλίμακας κρατικοποιήσεις, ψευδοδημοκρατικός προγραμματισμός, «κοινωνικοποίηση» των «κρατικών» επιχειρήσεων, «εποπτικά συμβούλια» σε επιλεγμένους κλάδους  κ.α. ) προκάλεσαν νέες αβεβαιότητες και επέτειναν τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας.

Μετά τη Λωζάνη: Παράδοση και νεωτερικότητα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. 

Δημοσiεύθηκε στο   BooksJournal,  τεύχος  144  Ιούλιος 2023].

 Τα γεγονότα μετά τη μικρασιατική καταστροφή είναι γνωστά, αν και οι ερμηνείες τους διαφέρουν.  Προτείνω  να τα δούμε από τη σκοπιά της διελκυστίνδας μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας.

Στις έννοιες  παράδοση και νεωτερικότητα συμπυκνώνονται αξίες, θεσμοί και αντιλήψεις που καθοδηγούν τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ατόμων. Η νεωτερικότητα είναι πολύμορφη.  Εδώ μας ενδιαφέρει η  φιλελεύθερη-δημοκρατική αντίληψη, προς την οποία προσανατολίσθηκαν εν μέρει  κυβερνήσεις και τμήμα της κοινωνίας στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει ιδεοτυπικά μεταξύ άλλων τις ατομικές ελευθερίες, την ασφάλεια ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, την ισότητα έναντι του νόμου, αλλά και, αρχικά, έμφαση στην παραγωγή και απασχόληση, δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς (σύνταγμα, εκλογές, Βουλή, διάκριση των εξουσιών κλπ.), αγορές απαλλαγμένες από αυθαίρετες πολιτικές παρεμβάσεις, το  κοινωνικό κράτος. [1]

Από την άλλη πλευρά, η παράδοση τιμάται  επειδή έχει ρίζες στην εμπειρία γενεών και δομείται γύρω από επαναλαμβανόμενες κοινωνικές πρακτικές. Πολιτικοί επιστήμονες θεωρούν ότιη παράδοσησυνοψίζεται  ιδεοτυπικά σε τρία στοιχεία[2]: Το έθνος, την οικογένεια, και την Ορθοδοξία. Προσθέτω και το πελατειακό σύστημα  – ένα σύνολο πρακτικών, άτυπων δικτυώσεων και συναλλαγών εκτός και, συχνά, εναντίον της λογικής της αγοράς και των τυπικών κανόνων του κράτους δικαίου. Παίζει καθοριστικό ρόλο και επηρεάζει το αποτέλεσμα ακόμα και νεωτερικών θεσμών και διαδικασιών. Αντικαθρεφτίζει βαθιά ριζωμένες αξίες. Όπου επικρατεί, αποκαλύπτει κοινωνίες «μη εμπιστοσύνης» (nontrust societies), ή χαμηλής εμπιστοσύνης όπου τα άτομα δύσκολα αναπτύσσουν ικανότητα συνεργασίας με άλλα εκτός του οικογενειακού κύκλου. Η οικογένεια είναι ένας ισχυρός μηχανισμός αλληλεγγύης και επιβίωσης ιδίως σε δύσκολες στιγμές.

Η παράδοση και η νεωτερικότητα δεν είναι αναλλοίωτα φαινόμενα και συνυπάρχουν ανταγωνιστικά και σε κυμαινόμενη ισορροπία μεταξύ τους  σε όλες τις παρατάξεις του Μεσοπολέμου.

Παράδοση και νεωτερικότητα στον μεσοπόλεμο.

Στο πολιτικό-κομματικό επίπεδο κατά τον Μεσοπόλεμο  η χώρα υπέφερε από αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Επίσης, η   πολιτική ζωή παράμενε τοξική. Μέχρι  το τέλος της περιόδου μαινόταν η αντιπαράθεση βενιζελικών και βασιλικών.   

Παλαιοί και νέοι πληθυσμοί είχαν με τους παλαιούς διαφορετικά αλλά και κοινά χαρακτηριστικά. Οι νέοι πληθυσμοί διέφεραν κατ΄αρχάς από τους παλαιούς πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά. Όσοι ήλθαν από τις αστικές περιοχές της Μικράς Ασίας διέθεταν πιο δυνατή επιχειρηματική φλέβα και αναζητούσαν νέες ευκαιρίες για επιβίωση και πρόοδο. Είχαν γίνει περισσότερο εξωστρεφήκαθώς  ζούσαν  στο πολυεθνικό πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά σε σύγκριση με τους παλαιούς κατοίκους δεν ήταν λιγότερο προσκολλημένοι στον  πυρήνα της  παράδοσης- την Ορθοδοξία και την οικογένεια. Ίσως δεν έχει διερευνηθεί η σημασία της Ορθοδοξίας για τη βαθμιαία (και βασανιστική πάντως) ένταξη των προσφύγων στην ελλαδική κοινωνία. Η Ορθοδοξία παρέμεινε στον πυρήνα του έθνους κατά τη νέα περίοδο.

Την ίδια σημασία με την Εκκλησία λόγω των εξαιρετικών συνθηκών διατήρησε η οικογένεια. Δεν ήταν θεσμός που υπεράσπιζαν μόνον οι βασιλικοί ή αν θέλετε οι παλαιοκομματικοί.  Αν και είχε διαφορετικό περιεχόμενο στους μικρασιάτες πρόσφυγες σε σύγκριση με τη θεσσαλική ή πελοποννησιακή, ήταν γενικά ένας ισχυρός μηχανισμός αλληλεγγύης και επιβίωσης σε δύσκολες εποχές στις οποίες οι δυνατότητες του πτωχευμένου κράτους ήταν περιορισμένες και η φτώχεια είχε διογκωθεί.  Οι άνθρωποι μετά τον ξεριζωμό και την οικονομική καταστροφή μπορούσαν να καταφεύγουν στους οικογενειακούς δεσμούς. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις σε αγροτικό τομέα και βιοτεχνία -βιομηχανία ευνόησαν την μικρή οικογενειακή επιχείρηση.

 Οι νέοι πληθυσμοί όμως είχαν λόγω συνθηκών και ιστορικής εμπειρίας στην Οθωμανική Τουρκία  προσδοκίες μάλλον για συλλογικά αγαθά (ασφάλεια, διανομή γης, υγειονομική περίθαλψη κ.α.)  παρά για τις προσωπικές εκδουλεύσεις που υποσχόταν οι παλαιοκομματισμός στον οποίο είχαν εξοικειωθεί οι παλαιοί πληθυσμοί στην  Ελλάδα.

Εν τούτοις, τον Μεσοπόλεμοη χώρα συνέχισε στον δρόμο του θεσμικού εκσυγχρονισμού που είχε διακοπεί το 2019. Τον επέβαλαν οι ανάγκες που προκάλεσε η μικρασιατική περιπέτεια. Ο κρατικός παρεμβατισμός διευρύνθηκε και διαφοροποιήθηκε παρά τον διχασμό, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, τις πολιτικές αντιπαλότητες, και τις αγκυλώσεις του  ελληνικού κράτους.   Πραγματοποιήθηκε  ένα εντυπωσιακό έργο στις υποδομές (αποξηράνσεις, απαλλοτριώσεις, σχολικά κτίρια  κ.α.) και  ένα ευρύ για τα οικονομικά δεδομένα της εποχής  προνοιακό πρόγραμμα, εργαστήρια για την απασχόληση προσφύγων, προστασία της εγχώριας παραγωγής  κ.α.[3]

Η χώρα ανέκαμψε από τις συνέπειες της μικρασιατικής καταστροφής. Το ελληνικό κράτος (παρά τα δομικά του προβλήματα) κατάφερε να ενσωματώσει εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες (περίπου  το 1/3 του πληθυσμού) στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό ενώ την ίδια στιγμή ήταν πτωχευμένο (χρεοκοπημένο). Παρά τις αναταράξεις επίσης αναμορφώθηκε το πολίτευμα και  αποφεύχθηκε η λήψη αποφάσεων ερήμην της χώρας στη διπλωματική σκηνή της Ευρώπης.

Το έργο τη αποκατάστασης των νέων πληθυσμών  στην Ελλάδα υποστηρίχθηκε από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και την Κοινωνία των Εθνών με βοήθεια και δάνεια.  Το 1923 ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) που αποτελούνταν από δύο Έλληνες διορισμένους από την κυβέρνηση και δύο ξένους διορισμένους από την Κοινωνία των Εθνών.  Πρόεδρος της ΕΑΠ ήταν υποχρεωτικά ένας ξένος, υποχρεωτικά Αμερικανός! Η αποκατάσταση γινόταν λοιπόν υπό διεθνή εποπτεία πέρα από την έμμεση εποπτεία των κεφαλαιαγορών. Σκοπός της ΕΑΠ ήταν να συντονίζει τη βοήθεια για τους πρόσφυγες  και να επιβλέπει τη χρηστή διαχείριση των δανείων. Η ΕΑΠ ανήγειρε 20 χιλ. κατοικίες και χρηματοδότησε την ανέγερση  χώρων για την εγκατάσταση αργαλειών  σε κάθε προσφυγικό συνοικισμό δίνοντας έτσι ώθηση στην ανάπτυξη της ταπητουργίας.  Φυσικά οι ανάγκες ήταν πολύ μεγαλύτερες.

Τα μέτρα που αναφέραμε καθώς και άλλα στη συνέχεια συνεπάγονταν επέκταση και αναμόρφωση  του κρατικού παρεμβατισμού, που είναι συγκεντρωτικός από τη φύση του και ένα νεωτερικό κατά βάθος φαινόμενο που αντιδιαστέλλεται προς την κατακερματισμένη προνεωτερική κοινωνία. Δυνητικά, υποκαθιστά εξατομικευμένες εκδουλεύσεις με συλλογικά αγαθά. Όμως, στην Ελλάδα ναι μεν έτεινε να παράγει συλλογικά αγαθά, αλλά δεν στηρίχθηκε μόνο σε γενικής ισχύος κανόνες και εμποτίσθηκε από τι αξίες της παράδοσης και της οικογένειας.

Τις  δεκαετίες του ΄20 και ’30 έγινε εμφανέστερη η αντίθεση παράδοσης και νεωτερικότητας.

Εκσυγχρονισμός της θεσμικής δομής έναντι παράδοσης.

Μπορούμε να θεωρήσουμε το Σύνταγμα του 1927  ως μέρος μιας ευρύτερης  διαδικασίας εκσυγχρονισμού της θεσμικής δομής.[4] Καθιέρωσε τον θεσμό του αιρετού  ανώτατου άρχοντα  καταργώντας έτσι την κληρονομική μοναρχία, θέσπιζε δύο νομοθετικά σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, με βάση ένα ιδιότυπο εκλογικό σύστημα, επανίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, θέσπισε  κοινωνικά δικαιώματα σε σχέση με την τέχνη, τις επιστήμες, την εργασία και την εκπαίδευση.

 Το Σύνταγμα του 1927 επιχείρησε επίσης να υψώσει αναχώματα κατά του κατακερματισμού των πολιτικών χώρων (του βενιζελικού και του βασιλικού) και της κυβερνητικής αστάθειας ενισχύοντας «ήπια» την εκτελεστική εξουσία. Όπως το έθεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος,

 «η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος ν΄ ανταποκριθή προς τα καθήκοντά της, διότι είναι ανίσχυρος, ευρισκομένη υπό την πλήρη εξάρτησιν  της νομοθετικής εξουσίας, η οποία επηρεάζεται πάλιν  από την ανάγκην να μη δυσαρεστήση  τας διαφόρους εκλογικάς ομάδας, δια να μη διακινδυνεύση η επανεκλογή  των αποτελούντων αυτήν βουλευτών».[5]  

Το Σύνταγμα του 1927 Ίσχυσε μόνο για οκτώ έτη καθώς υπέκυψε όταν οι πολιτικές ισορροπίες στις οποίες βασιζόταν ανατράπηκαν με τη υποχώρηση του βενιζελισμού και άνοιξε ο δρόμος για την επιστροφή της Βασιλείας.  Δεν απέτρεψε ούτε την ανάμειξη του στρατού στις πολιτικές διαδικασίες.

Το Σύνταγμα του 1927 είχε εναντίον του προνεωτερικές νοοτροπίες, τον διχασμό, τις φατρίες του στρατού και, εν μέρει της πελατειακής πολιτικής, τη σκληρή οικονομική πραγματικότητα και, οπωσδήποτε, μια βαθύτατα αντιφατική «Ευρώπη» όπου ανερχόταν ο φασισμός, ξέσπασε η κρίση του 1929 και αγρίευαν  οι εθνικοί ανταγωνισμοί στο παρασκήνιο της διπλωματίας των αλλεπάλληλων διασκέψεων.

Παρά ταύτα,  στην Ελλάδα  του Μεσοπολέμου, εκτός από το Σύνταγμα του 1927, και άλλοι θεσμοί διακυβέρνησης και κοινωνικού κράτους απομακρύνονταν από το παραδοσιακό μοντέλο. Περιλάμβαναν ολοένα και περισσότερα τυπικά νεωτερικά χαρακτηριστικά όπως συνεταιρισμούς, συνδικάτα, καινοφανείς δημόσιους φορείς. Η θεσμική εξέλιξη ήταν στενά συνυφασμένη με την κοινωνικο-οικονομική δομή (οικογενειακή γεωργία, βιομηχανική- βιοτεχνική ανάπτυξη, την οποία συνόδευαν οι διεκδικήσεις του συνδικαλισμού, εξαστισμός κ.α.). Σημειώνω επιτροχάδην την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων στο ΙΚΑ, την ίδρυση της ΑΤΕ, της Τράπεζας της Ελλάδος, τις μεγάλες εκπαιδευτικές υποδομές, την καθιέρωση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας  κ.α.[6]  Μολονότι η αρχή του κράτους δικαίου που υπόσχεται ίδια δικαιώματα για όλους  υπέφερε (βλ. το περιβόητο «ιδιώνυμο»),  όσο οι  φιλελεύθεροι ήταν στην κυβέρνηση ή την επηρέαζαν ηισορροπία παράδοσης και νεωτερικότητας  μετατοπιζόταν προς την πλευρά της τελευταίας. Την τροχιά αυτή ανέκοψε η δικτατορία του Ι. Μεταξά η οποία όμως εμφάνισε και νεωτερικά χαρακτηριστικά:[7]  Η  ενοποίηση κατακερματισμένων ασφαλιστικών ταμείων στο ΙΚΑ άρχισε από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου  και ολοκληρώθηκε επί Ιωάννη  Μεταξά το 1937. Ενδιαφέρον έχει και η εισαγωγή της Γραμματικής της δημοτικής γλώσσας του Μανώλη Τριανταφυλλίδη.  Μετά τον Βενιζέλο και την παλινόρθωση της μοναρχίας ο εκσυγχρονισμός συνεχίσθηκε έστω επιβραδυνόμενος   και συμβίωνε με την ενισχυόμενη παράδοση και ένα είδος πολιτισμικής οπισθοδρόμησης! Για τη στήριξη του αγροτικού τομέα καθιδρύθηκαν διαδικασίες και θεσμοί με ισχυρή ιδεολογική νομιμοποίηση. Η ΑΤΕ εξελίχθηκε σε βασικό κρίκο  μιας θεσμικής αλυσίδας στην οποία ανήκαν διάφοροι «αυτόνομοι» ή κρατικοί οργανισμοί.

 Συνολικά αποτιμώντας  τα πράγματα, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν  ότι «ο βενιζελισμός  ως πολιτικό κίνημα ήταν κύριος φορέας του εκσυγχρονισμού  και της προσαρμογή της χώρας στα φιλελεύθερα ευρωπαϊκά πρότυπα».[8]  Όμως η εκπαιδευτική πολιτική έμεινε μερικώς μετέωρη ανάμεσα σε παράδοση και εκσυγχρονισμό. [9] 

Σημειώνω ακόμα ότι πολλοί αντίπαλοι του βενιζελισμού  έβλεπαν καθαρά πως όλα αυτά συνεπάγονταν  πολιτισμική σύγκρουση: Ο Ιωάννης Μεταξάς  θωρούσε ότι στον εξ Ευρώπης εισαγόμενο ορθολογισμό έπρεπε να  αντιταχθούν  όσοι ήταν προσηλωμένοι  στις αξίες  που είχαν από παράδοση ή ένστικτο.[10]

Από τα προηγούμενα (και από όσα συνέβησαν στο πολιτικό πεδίο) συνάγουμε ότι  κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου  υπήρξε μια ασταθής ισορροπία μεταξύ παράδοσης που εξέφραζε ο μοναρχικός αυταρχισμός και φιλελεύθερου-δημοκρατικού εκσυγχρονισμού (πολιτικοί του οποίου όμως λειτουργούσαν και παλαιοκομματικά). Η παλαιά Ελλάδα, όπως έδειχναν τα εκλογικά αποτελέσματα τη δεκαετία του ΄30 προσκολλήθηκε  στην παράδοση.

Ελληνικότητα και ευρωπαϊσμός στο Μεσοπόλεμο.

Σύντομη αναφορά πρέπει να κάνω στη σφαίρα των ιδεών. Ενώ στη δημόσια ζωή κυριαρχούσε τα ζητήματα της ανάπτυξης, του εκσυγχρονισμού του κράτους, και της ένταξης των προσφύγων, και την πολιτική ζωή διαπερνούσε η παθιασμένη διαμάχη βενιζελικών και βασιλικών  ακόμα και σε τεχνικά ζητήματα, διανοούμενοι της χώρας συζητούσαν για την ελληνική ταυτότητα.[11] 

Όπως το θέτει ο Αντώνης Λιάκος, πρόκειται για την αντίληψη   ότι η ιστορία του έθνους από τη αρχαιότητα μέχρι σήμερα

« ανταποκρινόταν σε μια ‘ουσία΄  που φανερωνόταν , σε διαφορετικές εποχές και μορφές , αμετάβλητη. Το ελληνικό τοπίο , τα κυκλαδικά ειδώλια , η μυθολογία, η κλασική ομορφιά, οι βυζαντινές εικόνες , το δημοτικό τραγούδι ήταν εκφράσεις αυτής της ελληνικότητας». [12] 

Η συζήτηση για την ελληνικότητα με τη ματιά στραμμένη προς την ελληνική  φύση και στο παρελθόν έτεινε να καλύψει ένα τεράστιο κενό νοήματος που άφησαν πίσω τους το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και η απογοήτευση για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων σε κύκλους της  λογιοσύνης. 

Οι ερμηνείες της ελληνικότητας διέφεραν. Όλες εξέφραζαν έμμεσα και τη αγωνία για το μέλλον της χώρας πως, θα ανακτούσε την αυτοπεποίθησή της, την οποία είχε τραυματίσει η μικρασιατική καταστροφή.[13] Όμως, η συζήτηση για την ελληνικότητα ήταν μέρος μόνον των προβληματισμών σε λογιοσύνη και λογοτεχνία. Άλλοι άρχισαν να επηρεάζονται από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη όπως εμβρυακά προκύπτει από τις τάσεις στον εκπαιδευτικό όμιλο και την άνοδο του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος.

Γενικά, οι διαφοροποιήσεις ήταν περισσότερες και είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ήδη μετά την ήττα του 1897. Η λογοτεχνία μας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αίσθηση αδιεξόδου του Κωνσταντίνου Καβάφη, την ηρωική ρητορική του Άγγελου Σικελιανού, την έμφαση στην ελληνική παράδοση του Γιώργου Σεφέρη, την απαισιοδοξία του Κώστα Καρυωτάκη, την πνευματική περιδίνηση  του Νίκου Καζαντζάκη, τον θρήνο για την απώλεια των μικρασιατικών πατρίδων σε πολλά μυθιστορήματα.

Στο μεταξύ ο κόσμος έδινε τι δικές του απαντήσεις, φερ΄ ειπείν  διασώζοντας την παράδοση -τη μνήμη των χαμένων πατρίδων, την πολίτικη κουζίνα, το ρεμπέτικο- και,  οπωσδήποτε, δουλεύοντας σκληρά. Οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί, να αποκτήσουν σπίτια για να μείνουν, να αξιοποιήσουν με επιχειρηματικές δραστηριότητες όσες ευκαιρίες τους έδινε ο τόπος και να συσπειρώνονται γύρω από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τις εικόνες που έφεραν μαζί τους. Οι κάτοικοι της παλαιάς Ελλάδας επίσης προσπαθούσαν  να επανέλθουν στην κανονική  ζωή έχοντας βέβαια και ως αποκούμπι το (πελατειακό) κράτος. 

Γενικά,  όπως σημειώσαμε νωρίτερα, ο  βενιζελισμός  προσανατολιζόταν στο φιλελεύθερο μοντέλο εσωτερικής οργάνωσης και διεθνών σχέσεων. Ο ίδιος ο Βενιζέλος ήταν η εμβληματική προσωποποίηση της εξωστρέφειας. Παρακολουθούσε τις διεθνείς εξελίξεις και μπορούσε να επικοινωνήσει με τους ισχυρούς της εποχής.  Ανταποκρίθηκε θετικά  στα πρωτοποριακά για την εποχή τους σχέδια του Αριστείδη Μπριάν (Aristide Briand, 1929), του Ριχάρδου Γκούντενχοφε-Καλλέργη  (Richard Goudenhofe-Kallergi, 1927) για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο συζήτησε  με τον Γκούντενχοφε-Καλλέργη    το ζήτημα της τουρκικής συμμετοχής και υποστήριξε ότι  η Τουρκία με την άνοδο του Κεμάλ και το πρόγραμμα εκδυτικισμού   του είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος του δυτικού πολιτισμού![14]

 Όμως στην Ελλάδα η καταστροφή  και εκδίωξη από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη  είχαν επιφέρει μεγαλύτερη αποξένωση από τη Δύση καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις και ειδικά η Γαλλία και η Αγγλία,  θεωρήθηκαν από πολλούς υπεύθυνες για αυτή. ΄ Όπως έχει υποδείξει ο Σωτήρης Ριζάς, οι αντιβενιζελικοί  πολλοί από τους οποίους είχαν φιλογερμανικές τάσεις, υπέτασσαν τα πάντα – την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, τούς εσωτερικούς χειρισμούς τους στη συνέχεια, την οικονομική πολιτική και τις σχέσεις με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (την εξωτερική πολιτική δηλαδή) –  στο μείζονα στόχο τους να διασφαλίσουν τη βασιλεία, ή να αποτρέψουν την επάνοδο του Βενιζέλου  κλπ. Επιπλέον οι βασιλικοί δεν κατανοούσαν τις συνέπειες της νίκης των συμμάχων για την Ελλάδα και τις ευρωπαϊκές ισορροπίες.[15] Ζούσαν στον κόσμο τους με μία χαρακτηριστική εσωστρέφεια. 

Κατά προέκταση,  οι εξελίξεις από το 1919 ως το τέλος του Μεσοπολέμου τροφοδότησαν την αμφισημία για τις σχέσεις μας με τη  φιλελεύθερη «Ευρώπη» (Γαλλία και Αγγλία).

Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο Βενιζέλος  έβλεπε καθαρά ότι η εξωτερική πολιτική ήταν στενά συνδεδεμένη με την εσωτερική. Η πρώτη δημιούργησε μετά το 1923 τις προϋποθέσεις για την  οικονομική ανόρθωση και ανάπτυξη  κυρίως με τη μορφή δανείων και εμπορίου. Σειρά συμφωνιών   επέτρεψαν στην κυβέρνηση να αφιερώσει πόρους για την ανασυγκρότηση. Με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930  (και άλλα σύμφωνα με γειτονικές χώρες εξάλειψε τους φόβους διεθνών επενδυτών για το μέλλον της χώρας. Νωρίτερα οι διπλωματικοί χειρισμοί στη διάσκεψη της Χάγης κατάφεραν να ελαφρύνουν σημαντικά την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους και  αύξησαν το μερίδιο της χώρας στις πολεμικές επανορθώσεις που διεκδίκησε από τους διαδόχους της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και τη Βουλγαρία. Η χώρα μπορούσε πάλι να δανείζεται για να χρηματοδοτήσει σειρά ολόκληρη έργων.

Οι οικονομικές επιδόσεις του Μεσοπολέμου συνολικά.

Παρά την κρίση προσανατολισμού, τις πολιτειακές εκτροπές, τη δράση των φατριών σε πολιτική και στρατό, τη συνήθη πελατειακή λογική  και τον διχασμό, η οικονομία αναπτύχθηκε (έστω με δομικά ελλείμματα).

Η οικονομική και κοινωνική δομή μετασχηματίσθηκε σε αλληλεξάρτηση με τον θεσμικό εκσυγχρονισμό. Την αγροτική οικονομία συμπλήρωνε  η επέκταση  της βιομηχανίας και βιοτεχνίας την οποία ευνοούσαν η επιχειρηματικότητα των προσφύγων και τα φθηνά μεροκάματα.

Κατά την περίοδο  1920-1940, ο αριθμός των βιομηχανικών  και βιοτεχνικών επιχειρήσεων  στην Ελλάδα  αυξήθηκε εντυπωσιακά ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι μετά την παγκόσμια οικονομική  κρίση του 29 στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες σημειώθηκε μείωση!  Όμως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων απασχολούσαν  1-3 άτομα.  Η δομή αυτή θα διατηρηθεί και μετά τον πόλεμο.[16] Την ανάπτυξη ευνόησε φυσικά και ο κρατικός παρεμβατισμός του Μεσοπολέμου που περιελάβανε κλασικά δασμολογικά μέτρα προστασίας (1930-31), την υποτίμηση της δραχμής, απαλλοτριώσεις κτημάτων για βιομηχανική χρήση,  δασμολογικές ατέλειες για την εισαγωγή μηχανημάτων, την καθιέρωση του 8ώρου κ.α.).

Η αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας στον αγροτικό τομέα ήταν ουσιώδες μέρος του βενιζελικού προγράμματος, Ξεκίνησαν αποστραγγιστικά και  αντιπλημμυρικά έργα στις πεδιάδες της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας που επρόκειτο να δώσουν 2,7 εκατομμύρια στρέμματα  στην καλλιέργεια (κατά τον Γρηγόρη Δαφνή). Τα έργα εκείνα  όπως και τα επόμενα συνέβαλαν στο στόχο να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή επάρκεια σε στάρι και παράλληλα να βελτιωθούν  τις συνθήκες ζωή των προσφύγων. Ήταν μέρος ενός ευρύτατου προγράμματος δημοσίων έργων  που αναζωογόνησαν την ελληνική οικονομία  όπως δείχνει η αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ εν μέσω κρίσης και μετά. [17]

Σπουδαίο κατασκευαστικό έργο επιτελέστηκε στην παιδεία.  Ειδικά κατά την περίοδο 1929-1932 της κυβέρνησης  Ελευθερίου Βενιζέλου κατασκευάσθηκαν 3.167 νέα σχολεία . Η δαπάνη καλύφθηκε εν μέρει με δάνεια από το εξωτερικό. 

 Μετά το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό, την  επιστροφή της Βασιλείας και την αδυναμία των κοινοβουλευτικών κομμάτων να συμφωνήσουν  σε κυβέρνηση συνεργασίας ακολούθησε η  δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1940) που επίσης χαρακτηρίζεται από την ένταση μεταξύ εκσυγχρονισμού και παράδοσης, που είχε επίσης εκσυγχρονιστικά στοιχεία, όπως τα εννοούμε εδώ,  παρά τις σκοτεινές πλευρές που είχε από τη  φύση της ως δικτατορίας και τη γοητεία που ασκούσε ο φασισμός σε Ιταλία και Γερμανία!  

Στο μεταξύ  πύκνωναν απειλητικά τα σύννεφα στον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Οι εξελίξεις του μεσοπολέμου (αποκατάσταση των προσφύγων, οικονομική ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις, εξομάλυνση των σχέσεων με τους γείτονες)  προετοίμασαν κάπως τη χώρα για τις αναταράξεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επίθεση της Ιταλίας. Η ιταλική εισβολή βρήκε μια Ελλάδα  ικανή να αμυνθεί και να  επιβεβαιώσει την εθνική ενότητα στο έπος του ΄40, την οποία  όμως θα τρώσει η κατοχή και ο εμφύλιος.  


[1] Η βιβλιογραφία για το θέμα είναι απέραντη. Βλ. επισκόπηση σχετικών θεωριών στο Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης «Αφανείς και ορατές αντιθέσεις- παράδοση και νεωτερικότητα  στη μεταδικτατορική Ελλάδα»,  (Θεσσαλονίκη 2023), εκδόσεις Επίκεντρο.

[2] Βλ. Έφη Γαζή « Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Ιστορία ενός συνθήματος 1880-1930 (Αθήνα 2011).

[3] Κωνσταντίνος Βεργόπουλος « Η ελληνική οικονομία από το 1926 ως το 1935», στην  «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΕ ( Ο νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ως το  1941, (Αθήνα 1978), 327-342, 332 και μετά.

[4] Για μια σύντομη και κριτική προσέγγιση  βλ.  Αντιγόνη Αλεξανδροπούλου, Γιάννης Γκλαβίνας και Σπυρίδων Πλουμίδης «Ιστορία του ελληνικού έθνους», τόμος 18, (Αθήνα 2010),  248-251, Δες επίσης κάθε καλή συνταγματική ιστορία.

[5] Το παραθέτει ο   Σπύρος Βλαχόπουλος  «Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας- από τον ελευθέριο Βενιζέλο στη Γ΄Ελληνική Δημοκρατία»  στον εξαιρετικό τόμο του  Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων  για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία Η πολιτική κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου, (Αθήνα 2021),  209.

[6] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων  το κλασικό έργο του Γρηγορίου  Δαφνή  «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων,  1923-1940», τόμος Β (η άνοδος του βενιζελισμού), ( Αθήνα 1974), 91 και μετά και 49 και μετά.

[7] Αλέξης Φραγκιαδάκης  «1932: Η χρεοκοπία και το τέλος του βενιζελισμού, (Αθήνα 2019),  98.

[8] Θάνος Βερέμης «Εθνικές κρίσεις, εκσυγχρονισμός και συντήρηση από τον 19ο στον 21ο αιώνα», (Αθήνα 2019), 72. Τον διορθώνω; στα φιλελεύθερα-δημοκρατικά πρότυπα! Στο ίδιο πνεύμα Ευάνθης Χατζηβασιλείου  « Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρότυπο: Υψηλή στρατηγική και πολιτική κουλτούρα, 1944-1967» στο Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων  για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία  Η πολιτική κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου (Αθήνα 2021), 115. 

[9] Αλέξης Δημαράς  « Εκπαίδευση 1913-1941», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ (Ο νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ως το  1941), 490 και μετά.

[10] Το αναφέρει ο  Θάνος βερέμης  «Εθνικές κρίσεις, εκσυγχρονισμός και συντήρηση» , 72.

[11] Αντώνης Λιάκος  «Ο ελληνικός 20ός αιώνας», (Αθήνα 2019), 161.

[12] Αντώνης Λιάκος  «Ο ελληνικός 20ός αιώνας», (Αθήνα 2019), 161.

[13]  Το ζήτημα έχει εξετάσει σε βάθος ο Δημήτρης Τζιόβας στο «Ο μύθος της γενιάς του ’30: Νεοτερικότητα, ελληνικότητα κι πολιτισμική ιδεολογία», Αθήνα 2011

[14] Βλ. Νότης Μαριάς Εισαγωγή στο  Richard N. Goudenhofe-Kallergi  Πανευρώπη, (Πάτρα 2004), LXXXI. Η έκδοση περιλαμβάνει ολόκληρο το σχέδιο της Πανευρώπης.

[15] Βλ. μεταξύ άλλων Σωτήρης Ριζάς  «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία», Αθήνα 2022.

[16] Κώστας Βεργόπουλος «Η ελληνική οικονομία από το 1926 ως το 1935», 339, με πηγή κυρίως το Γ. Κουτσουμάρης  Η μορφολογία της ελληνικής βιομηχανίας, ΚΕΠΕ, (Αθήνα 1963).

[17] Βλ. Γ. Κωστελέτος, Σ. Πετμεζάς κ.α. «Ακαθάριστον Εγχώριον Προϊόν 1830-1939».  

Συναινέσεις μακριά από την κοινωνία; Η «τέταρτη εξουσία» στη Γερμανία και οι κριτικοί της. Βιβλιοκριτική.   

Δημοσιεύθηκε στο Books΄ Journal, τεύχος 141  (Απρίλιος 2023).

Ποιος είναι ο ρόλος των έγκριτων ΜΜΕ στη Γερμανία; Ποιες είναι οι σχέσεις τους με την πολιτική; Σε αυτά είναι τα ερωτήματα απαντά το  βιβλίο  των  Richard Precht και Harald Welzer[1] εστιάζοντας στα ηγετικά ΜΜΕ (Leitmedien) ή ΜΜΕ σε υπηρεσία («amtierende Medien»).

Σίγουρα πολλά από τα ζητήματα που εξετάζουν οι σ. αναφέρονται πρωτίστως στις συνθήκες της Γερμανίας.[2]  Γιατί μας ενδιαφέρει τότε η ανάλυση και τεκμηρίωσή τους; Για τρεις τουλάχιστον λόγους: Πρώτον, γιατί είναι  ζητήματα που τίθενται γενικά στις φιλελεύθερες δημοκρατίες,[3] δεύτερον γιατί η εμπιστοσύνη σε ηγετικά μέσα και πολιτική υποχωρεί και, τρίτον, γιατί απομυθοποιεί έντυπα και τηλεοράσεις που συχνά «κατασκευάζουν αλήθειες» (όπως θα έλεγε ο Νόαμ Τσόμσκυ) αλλά παρ΄ ημίν ανάγονται σε πηγή εσχάτης αληθείας.  Τα πιο πρόσφατο επεισόδιο είναι η κατασκευασμένη ψευδής είδηση του der Spiegel, που έκανε τον γύρο των ηγετικών ΜΜΕ,  για την τύχη της  «μικρής Μαρίας» του Έβρου που υιοθέτησαν άκριτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Το παρασκήνιο αποκάλυψε η έρευνα του Γιάννη Σουλιώτη που παρουσίασε  και το περιοδικό Books Journal.[4] Και το  περιοδικό αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει το λάθος και να αποσύρει όλες τις αναρτήσεις του.  

Αναντιστοιχία με την κοινωνία και ομοιομορφία.

Αφετηρία της έρευνας  των Precht και Welzer είναι η σχεδόν ενιαία  και μονόπλευρη στάση των σχολιαστών, συγγραφέων κύριων άρθρων  και στηλών «ορθής» γνώμης  στα ηγετικά ΜΜΕ, π.χ. για την αποστολή βαρέων όπλων, πρωτίστως τεθωρακισμένων, στο καθεστώς Ζελένσκυ της Ουκρανίας (πράγμα που έγινε τελικά). Αυτή η περίεργη ομοφωνία τόσο μεταξύ των ηγετικών ΜΜΕ όσο και με τις ηγεσίες των  εναλλασσόμενων στην κυβέρνηση μεγάλων κομμάτων («πολιτική ελίτ») συνιστά κατά τη γνώμη των σ. ένα παράδοξο καθώς εμφανίζεται σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία που κατοχυρώνει την ελευθερία έκφρασης και τον οικονομικό ανταγωνισμό!  Σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στο ωραίο ιδεώδες της σοβαρής δημοσιογραφίας να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας αναστοχαστικής δημοκρατίας και δημόσιας σφαίρας (deliberative Öffentlichkeit) όπως περίπου την σχεδίασε  (επί χάρτου)  ο Jürgen Habermas,[5]  Εκτός τούτου,  γράφουν, αυτή η ενιαία αντίληψη  βρίσκεται σε αντίθεση με τις τάσεις στην κοινή γνώμη της Γερμανίας που γινόταν ολοένα και πιο επιφυλακτική και στο τέλος εντελώς αρνητική για την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας

Η ομοιομορφία και η αναντιστοιχία  δεν εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά. Τι συμβαίνει λοιπόν και γιατί; Τι δείχνει αυτό το ενιαίο μέτωπο για τις σχέσεις ηγετικών ΜΜΕ και πολιτικής;

Θεμελιώδης συναίνεση, θεσμικές δικτυώσεις και κομφορμισμός.

Οι σ. προτείνουν με βάση πλούσια τεκμηρίωση  μια σύνθετη απάντηση.  Περιλαμβάνει κατ΄ αρχάς την άτυπη συναίνεση των πολιτικών ελίτ σε θεμελιώδη ζητήματα που αντικαθρεφτίζεται  στη σύγκλιση των τεσσάρων μεγάλων κομμάτων προς το κέντρο. Ουσιαστικά τα κόμματα αυτά εγκατέλειψαν βασικές αρχές που κάποτε διακήρυσσαν  και συχνά κάθε κόμμα υιοθετούσε τις απόψεις του άλλου! Η πολιτική πέρασε στη φάση των «εύκαμπτων αρχών».

 Αυτή η συναίνεση μεταδίδεται στα ηγετικά ΜΜΕ, μεταξύ άλλων   (βλ. πιο κάτω) μέσω  των   στενών επαφών προβεβλημένων δημοσιογράφων και συντακτών με ηγετικούς πολιτικούς. Οι σ. σημειώνουν ότι σε κρίσιμα ζητήματα οι πρώτοι συνομιλούσαν πρωτίστως με τους ηγέτες της πολιτικής ελίτ. Π.χ. στην περίπτωση της μαζικής εισόδου οικονομικών μεταναστών και προσφύγων το 2015 δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με  τον απέραντο στρατό των εθελοντών που ενεργοποιήθηκαν εθελοντικά για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες – μέλη ΜΚΟ,  στελέχη κοινωνικών υπηρεσιών, γιατρούς, μεταφορείς, αστυνομικούς κλπ. Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατήσει μια αδιαφοροποίητη  οπτική του ελικοπτέρου μακριά δηλαδή από τα συμβαίνοντα επί του εδάφους.[6] 

Η γενικότερη συναίνεση των ελίτ υποβαστάζεται ως ένα βαθμό και θεσμικά. Οι σ. παραπέμπουν μεταξύ άλλων  σε παλαιότερη έρευνα του Uwe Krüger  που έδειξε τη δικτύωση προβεβλημένων δημοσιογράφων, πολιτικών, ηγετικών στελεχών της οικονομίας, στρατιωτικών που συναντιούνται σε οργανώσεις κύρους όπως The German Marshall Fund of the USA,  die Atlantische Initiative, Atlantik –  Brücke,  Aspen Institute κλπ. Όπως σημειώνουν οι σ.  όλες αυτές τις οργανώσεις  έχουν σε ζητήματα πολιτικής ασφαλείας την ίδια κοινή απάντηση: Αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών!  [7]

 Θα μπορούσε κανείς σε όλα αυτά να προσθέσει την είσοδο διεθνών  funds στην ιδιοκτησία εφημερίδων ή ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και, φυσικά, τους καταναγκασμούς από την ανάγκη για  διαφημίσεις καθώς τα περισσότερα ΜΜΕ είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις. 

Όσον αφορά ειδικά τη δημοσιογραφική ελίτ  οι σ. χωρίς να υποτιμούν όλα αυτά, φαίνεται ότι αποδίδουν μεγάλη σημασία σε παράγοντες κοινωνικής ψυχολογίας. Επικαλούνται  έρευνες που δείχνουν ότι  η συμμετοχή σε ομάδες παράγει κομφορμισμό! Όσο περισσότερο ομοιογενείς είναι οι ομάδες τόσο ισχυρότερη η τάση για προσαρμογή των ατόμων στη λογική της ομάδας.[8] Είναι ο ορισμός του   Group think στην κοινωνική ψυχολογία. Οι ομάδες τείνουν κατά τους σ. «να συμφωνούν σε μια κοινή οπτική των πραγμάτων, που ενδυναμώνεται ιδίως σε περιπτώσεις κινδύνου και  στρες».[9] Τότε  διαμορφώνεται στο εσωτερικό της δημοσιογραφικής ελίτ  μια «συναίνεση» τρόπον τινά αυθόρμητα  λόγω του την αμοιβαίου προσανατολισμού στη γνώμη των άλλων, του άγχους μπροστά στο ενδεχόμενο αποκλίνουσας γνώμης από το πνεύμα της ομάδας και καιροσκοπισμού![10]  Τα μέλη μιας ομοιογενούς ομάδας τείνουν να αλληλοεπιβεβαιώνονται, ακόμα και αν η αντίληψή τους αποκλίνει από τις αντιλήψεις της πλειοψηφίας στην κοινωνία». Δημιουργούνται δημοσιογραφικές αλήθειες.

Συναίνεση και απαγορευμένες απόψεις (indexing).

Κατά ενδιαφέροντα τρόπο αυτή η συναίνεση  των ελίτ  σε βασικά ζητήματα  πολέμου και ειρήνης, μακροοικονομικής τάξης κλπ,  αποκλίνει των συμφερόντων ή έστω διαθέσεων μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Και είναι επικίνδυνη για τη Δημοκρατία όταν τη συνοδεύει η μέθοδος του indexing. Έτσι έχουν ονομάσει οι επικοινωνιολόγοι την ένταξη σε άτυπο κατάλογο αποκλεισμένων αντίθετων από τις επίσημες απόψεων, όπως περίπου κάνει ακόμα επίσημα η καθολική Εκκλησία επικαιροποιώντας  ένα κατάλογο βιβλίων, τον Index, που πρέπει να αποφεύγουν οι πιστοί. 

Τα επιχειρήματα των σ. συμπίπτουν αρκετά με την κριτική της Sahra Wagenknecht  από τα αριστερά: Ότι δηλαδή οι κατεστημένoι  αριστεροί φιλελεύθεροι (όπως τους ονομάζει, Linksliberlalen) σε πολιτική και ΜΜΕ ασχολούνται με στρεβλό τρόπο με τα προβλήματα ταυτότητας φύλου κάποιων ομάδων, π.χ.ομοφυλόφιλων, πρώιμης επιλογής φύλου των παιδιών (!), φεμινιστικής γραμματικής (!), κατανομής υπουργικών θώκων, ενδυματολογικών προτιμήσεων των πολιτικών, τακτικισμών αλλά όχι με τα σοβαρά και άλυτα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα – την άνοδο των επισφαλών μορφών εργασίας, των ανισοτήτων, του ρόλου των κερδοσκόπων, την παιδεία κλπ. [11]

Η aποξένωση από την κοινωνία προκαλεί  διλήμματα.

Αυτή η συναίνεση σε θεμελιώδη ζητήματα που αποξενώνει  ικανό μέρος της   κοινής γνώμης από τα ηγετικά ΜΜΕ, απειλεί  την αξιοπιστία τους και την οικονομική επιβίωσή τους καθώς η κυκλοφορία και η τηλεθέαση υποχωρούν. Για να διατηρήσουν τις θέσεις τους διαφοροποιούνται σε δευτερεύοντα ζητήματα, μεγαλοποιούν επουσιώδη θέματα και μερικές φορές υιοθετούν μεθόδους εντυπωσιασμού των λεγόμενων κουτσομπολίστικων εντύπων Boulevard ή κάποιων ιστοσελίδων.[12] Η αγορά άλλαξε  στα ΜΜΕ και την εσωτερική ισορροπία επιρροής από το δημοσιογραφικό  στο εμπορικό τμήμα τους![13]

Η κριτική των σ. είναι σκληρή, αλλά απαντά μόνον ακροθιγώς το ερώτημα γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Μια πληρέστερη απάντηση θα πρέπει να  λαβαίνει υπόψη την ιστορία της χώρας.

Πράγματι, για να εξηγήσουμε καλοπροαίρετα τη γερμανική κατάσταση σε πολιτική, κοινωνία και ΜΜΕ -την πολιτική συναίνεση και την ελαχιστοποίηση  των διαφορών στον άξονα αριστερά-δεξιά, ακόμα και τον κομφορμισμό – πρέπει να λάβουμε υπόψη πολλούς παράγοντες – τις συνέπειες των εγκλημάτων πολέμου κατά τη διάρκεια του  Β΄ ΠΠ, το Ολοκαύτωμα με τα 6 εκ. θύματα,  και την τελική συντριπτική ήττα. Στη μεταπολεμική Γερμανία πολλοί έχουν επισημάνει ότι υπέβοσκε μία αίσθηση ενοχής σε επίπεδο κοινωνίας.  Εξηγεί εν μέρει την άνοδο του κινήματος ειρήνης και των πρασίνων, τις μαζικές αντιδράσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και της εγκατάστασης πυραύλων Πέρσινγκ, την οικονομική και στρατιωτική στήριξη του Ισραήλ, την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στο στρατό, την  αρχικά καλή υποδοχή μεταναστών το 2015 (Willkommen Kultur), την επίσημη αναγνώριση της ίδιας ευθύνης  για το εβραϊκό Ολοκαύτωμα,  ίσως και τη διάχυτη ηθικολογία.

Τη  γενικότερη τάση για συναινέσεις ευνόησε επίσης  το όντως εντυπωσιακό μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα με την υιοθέτηση του μοντέλου της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, δηλαδή του ανταγωνισμού και του κοινωνικού κράτους σε καθεστώς ασφάλειας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και με εμπεδωμένη προτεσταντική εργασιακή ηθική (Max Weber). Η κοινωνία επωφελήθηκε και από το  «μπόνους της ειρήνης», δηλαδή τις χαμηλές στρατιωτικές δαπάνες.

 Όμως,  φαίνεται ότι  σε ηγετικούς κύκλους του στρατού, της διπλωματίας και της πολιτικής ενδημεί  η ανομολόγητη επιθυμία  «να πάρουν το αίμα τους πίσω» μετά την ήττα από τη Ρωσία (και τους συμμάχους) στον Β΄ΠΠ. Αυτό δείχνουν τα πολεμοχαρή άρθρα πολιτικών και ηγετικών ΜΜΕ και η μεταστροφή των πρασίνων και της Σοσιαλδημοκρατίας, μόλις αναλάβουν υπουργικούς θώκους, από φιλειρηνικά κόμματα σε ενθουσιώδεις υποστηρικτές πολεμικών περιπετειών. Σήμερα οι ηγεσίες τους υποστηρίζουν την αποστολή βαρέων όπλων στην Ουκρανία) και μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών  με παράκαμψη μάλιστα συνταγματικών περιορισμών για δημοσιονομικά έλλείμματα. Χαρακτηριστικά, η  υπουργός Εξωτερικών «πράσινη» Baerbock θεωρεί ότι η Γερμανία είναι «σε πόλεμο με τη Ρωσία»(!) προκαλώντας ηχηρές αντιδράσεις σε εταίρους στο ΝΑΤΟ.  

Όμως  ένας ακόμα λόγος για τις συναινέσεις πολιτικής ηγεσίας και ηγετικών ΜΜΕ  έχει σχέση με το γεγονός ότι η πολιτική άμυνας και ασφαλείας αφέθηκε στα χέρια των ΗΠΑ Κάτω από την ομπρέλα ασφαλείας που έδωσαν έγιναν μαζικές αμερικανικές επενδύσεις.  Με άλλα λόγια ο «αμερικανικός παράγων» έχει επιρροή (και προσβάσεις) στη Γερμανία περιορίζοντας τα περιθώριά της για αυτόνομη πολιτική ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής ό,τι και αν νομίζουν οι πολίτες! 

Όμως τα ΜΜΕ που εναρμονίζονται με την πολιτική συναίνεση απειλεί η κατάρρευση της δικής τους αξιοπιστίας που επηρεάζει αρνητικά  την κυκλοφορία ή η τηλεθέασή τους. Το δίλημμα είναι προφανές. Έτσι,  για να διατηρήσουν τη θέση τους μιμούνται ολοένα και περισσότερο φαινόμενα  κάποιων ιστοδελίδων! Διογκώνουν ασήμαντα πράγματα, παραπληροφορούν, συγκαλύπτουν ουσιώδεις πτυχές των προβλημάτων, θέτουν λάθος ερωτήματα σε κρίσιμες στιγμές, καταφεύγουν σε επίπλαστη ηθικολογία   κλπ.

Κριτική.  

Οι σ. εστιάζουν στον κομφορμισμό μιας μικρής αλλά επιδραστικής ομάδας ηγετικών ΜΜΕ και στις σχέσεις της με την πολιτική. Πως δηλαδή τελικά υιοθετούν κυβερνητικά αφηγήματα. Αλλά έτσι δημιουργούνται λάθος εντυπώσεις για την κατάσταση της Δημοκρατίας στη Γερμανία. Γύρω από αυτά τα μέσα κινείται και αντιδρά ελεύθερα ένας ολόκληρος κόσμος, π.χ. της κουλτούρας. Στα ίδια τα κόμματα είναι φανερές αντίθετες «τάσεις» όπως η Ένωση Αξιών (Werteunion) στη Χριστιανοδημοκρατία και η Νεολαία της Σοσιαλδημοκρατίας (SPD). Πολλές κινήσεις πολιτών αντιδρούν σε κυβερνητικές αποφάσεις. Τα ηγετικά μέσα  δεν μονοπωλούν το πεδίο καθώς έχουν απέναντί τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ)  και αντίθετα οικονομικά συμφέροντα. Κατά τη γνώμη μου μάλιστα, τα ΜΚΔ αποτελούν ένα ισχυρό αντίβαρο στην εκάστοτε άποψη των ηγετικών ΜΜΕ (και των κυβερνητικών κομμάτων): Σε αυτά καταφεύγουν όσοι θέλουν να ακούγεται η δική τους αποκλίνουσα άποψη  και οι σχετικές αλλά συχνά αποκλεισμένες πληροφορίες. Παρά τις υπερβολές  και στρεβλώσεις που συχνά παρατηρούνται συμβάλλουν στον αναστοχασμό!

Εκτός τούτου, ειδικά  η   σύγκλιση απόψεων στα ίδια τα ΜΜΕ δεν οφείλεται, όπως υποστηρίζουν οι σ. ,  μόνο σε μία αφηρημένη ψυχολογική ανάγκη δημοσιογράφων να μη αποκλίνουν από τους συναδέλφους του συναφιού τους, αλλά και στο φόβο  μήπως  τότε χάσουν θέση, προσβάσεις  και προνόμια.  Υπάρχει θέμα καριέρας.

Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη την ευρύτερη εικόνα. Η στάση των ηγετικών ΜΜΕ και πολιτικών είναι ένα από τα πολλά συμπτώματα μιας ευρύτερης τάσης της κοινωνίας στη Γερμανία (της πλειοψηφίας) να συμβιβάζεται, να αποφεύγει συγκρούσεις, να μη εκτίθεται για να έχει την ησυχία της, να μη κινδυνεύσει η ευημερία για την οποία εργάσθηκε όντως σκληρά και να βρίσκεται επιτέλους στη «σωστή πλευρά της ιστορίας».  Κατανοητή στάση βεβαίως  μετά τις τραυματικές εμπειρίες πριν και μετά τον Β΄ΠΠ. Έτσι εξηγούνται καλύτερα οι μεταπολεμικές συναινέσεις στη γερμανική πολιτική και οι πολυσυζητημένοι σχετικοί θεσμοί – το δίκαιο συναπόφασης των εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις  χάλυβα και άνθρακα, «κοινωνικός διάλογος (κορπορατισμός)  σε ζητήματα μακροοικονομικής πολιτικής με συμμετοχή των κορυφαίων οργανώσεων εργαζομένων, των επιχειρηματιών και των κυβερνήσεων, το δίκαιο των απεργιών που εμποδίζει τη δράση μειοψηφιών  κ. α.

Η «ελληνική ιδιαιτερότητα».

Η τεκμηρίωση του βιβλίου παραμένει εντυπωσιακή. Και απομυθοποιεί την πολιτική και κάποια έγκριτα γερμανικά ΜΜΕ τα οποία επικαλούμαστε άκριτα στην Ελλάδα εντάσσοντας όσα γράφουν στις εσωτερικές μας πολιτικές αντιπαραθέσεις.

Κάποιες επισημάνσεις των σ. θα μπορούσαν να μεταφερθούν στα καθ΄ημάς: φαινόμενα προσωπικών επιθέσεων, εντυπωσιασμού κλπ. Όμως το γενικό πλαίσιο διαφέρει.  Στην Ελλάδα την «πολιτική» δεν χαρακτηρίζει συναίνεση των ηγετικών της ομάδων σε κρίσιμα θέματα π.χ. ασφαλείας, μετανάστευσης, οικονομικής πολιτικής, κράτους δικαίου, μεταρρυθμίσεων κλπ. Η σημασία των διαιρέσεων στον άξονα αριστερά – δεξιά δεν έχει εξαφανισθεί και, περιοδικά, το κλίμα είναι τοξικό. Το ακριβώς αντίθετο  συμβαίνει στη Γερμανία. Συναφώς, στην Ελλάδα τα  ηγετικά  ΜΜΕ (εφημερίδες, τηλεοπτικοί σταθμοί με υψηλή τηλεθέαση) σπάνια υιοθετούν ενιαία γραμμή. Για  να το διαπιστώσει, αρκεί κανείς να διαβάσει τα σχόλια και τις αναλύσεις προβεβλημένων δημοσιογράφων στις εφημερίδες τα Νέα, η Καθημερινή, η Εφημερίδα των Συντακτών, το Βήμα, ο Ελεύθερος Τύπος  ή να συγκρίνει τα σχόλια και την ειδησεογραφία των μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών.

Εκτός τούτου η ομάδα των πολιτικών ηγετών και προβεβλημένων δημοσιογράφων είναι παντελώς ετερογενής από  άποψη  κοινωνικής καταγωγής, επαγγέλματος, ιδεολογίας (εξακολουθεί να ισχύει εδώ το σχήμα αριστερά- δεξιά), θεσμικών διασυνδέσεων και, φυσικά μόρφωσης και διεθνούς εμπειρίας. Χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα;

Επομένως οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιθέσεις συνυφαίνονται εδώ με την ας πούμε ιδεολογική διαφοροποίηση των ΜΜΕ.

Όμως ναι υπάρχουν προβλήματα που οφείλονται είτε στον τρόπο λειτουργίας των ΜΜΕ, είτε στην οικονομική δομή της χώρας. Παραδείγματος χάριν, ο Νίκος Δεμερτζής διαπιστώνει ότι τα ΜΜΕ (όχι μόνο τα ηλεκτρονικά, αλλά κυρίως αυτά), υποτάσσονται στις αξιώσεις της «οικονομίας της προσοχής», κατασκευάζουν ειδησεογραφικά μηνύματα και δίνουν προσοχή σε θέματα μάλλον αναντίστοιχα  των ενδιαφερόντων του καθημερινού ανθρώπου. [14]  Προσθέτω  ότι η εκάστοτε κυβέρνηση έχει τα μέσα να προσφέρει σε δημοσιογράφους ευκαιρίες συμπληρωματικής απασχόλησης (σε γραφεία  κρατικών επιχειρήσεων κ.α.), επομένως να επηρεάζει έμμεσα γνώμες ή, απλούστερα να τακτοποιεί τους δικούς της.  Αλλά η υπόθεση ότι «το κράτος χειραγωγεί τα ΜΜΕ» κατά το πρότυπο αυταρχικών καθεστώτων, όπως υπονοούν κατά διαστήματα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ,  είναι  εσφαλμένη είτε αναφερόμαστε στην Ελλάδα, είτε στη Γερμανία. Αυτό  φάνηκε τόσο  την περίοδο 2015-2019 όσο και από το 2019 μέχρι σήμερα (2023). Βέβαια, στη χώρα μας πολλά ΜΜΕ συνδέονται με μεγάλες επιχειρήσεις, αθλητικές ομάδες, τράπεζες. Όμως όλα αυτά δεν έχουν εξαλείψει την πολυφωνία σε πολιτική και ΜΜΕ, όπως και στο εσωτερικό του κάθε μέσου με τυπικό παράδειγμα την αρθρογραφία στην εφημερίδα τα Νέα.

Οι  υποθέσεις ότι στην Ελλάδα (και τη Γερμανία)  «κυβερνούν τα ΜΜΕ» ή ότι το «κράτος ελέγχει τα ηγετικά ΜΜΕ» δείχνουν απλά έλλειψη κατανόησης της πολυπλοκότητας των  σημερινών κοινωνιών .  


[1] Richard Precht und Harald Welzer   Die vierte Gewalt. Wie Mehrheitsmeinung gemacht wird auch wenn sie keine ist. S. Fischer, Frankfurt am Main 2022.

[2]  Συγκεκριμένα οι ναυαρχίδες του έγκριτου τύπου Frankfurter Allgemeine Zeitung, Süddeutsche Zeitung, η άλλοτε κεντροαριστερή Frankfurter Rundschau,  die Welt, ακροθιγώς Der Spiegel, η ΤΑΖ και η επίφοβη Bild και οι μεγάλοι δημόσιοι τηλεοπτικοί σταθμοί  ARD  ZDF. Στα μέσα αυτά αναφέρονται συχνά έλληνες σχολιαστές.

[3] Στις ΗΠΑ απασχόλησε μεταξύ απειράριθμων διανοουμένων  τον αντισυμβατικό  Νόαμ Τσόμσκυ. Βλ. για να μη ξεχνιόμαστε Νόαμ Τσόμσκυ Πως λειτουργεί ο κόσμος, μετάφραση Αριάδνης Αλαβάνου, εκδόσεις Κέδρος 2013 και  Peter Wintonick and Mark Achbar Κατασκευάζοντας συναίνεση, ο Νόαμ Τσόμσκυ και τα ΜΜΕ, μετάφραση του Νίκου Βούλγαρη, εκδόσεις Παρατηρητή, Θεσσαλονίκη 1997. Βλ. συναφώς πολυσυζητημένο άρθρο της Hannah Arendt  “Lying in politics”, New York Review of Books , 18.11.1971 που έκτοτε αναδημοσιεύθηκε σε σοβαρά αμερικανικά και μεταφρασμένο  σε σοβαρά γερμανικά.

[4] Βλ. εκτενές κείμενο του  Κώστα Θ. Καλφόπουλου  με τον τίτλο « η ΄μικρή Μαρία΄  και οι μεγάλες συνέπειες στη Γερμανία».   στην ιστοσελίδα του  Books Journal, 26 Ιανουαρίου 2023.

[5] Βλ.  Ανανεωμένη εκδοχή απόψεων που διατυπώθηκαν νωρίτερα στο Jürgen Habermas  Ein neuer Strukturwandel der Öffentlichkeit  und die deliberative Politik, Suhrkamp,  Berlin 2022.

[6]  Richard Precht und Harald Welzer   Die vierte Gewalt, όπως αλλού. σελ. 82.

[7]  Όπως πριν, σελ. 102- 103 κ.α.

[8] Όπως πριν,  168

[9] Όπως πριν, σελ. 169-170

[10] Όπως πριν, σελ. 109.

[11] Βλ. Sahra Wagenknecht  Die Selbstgerechten, Campus Verlag, Frankfurt am Main  und New York, 2021. Στην Ελλάδα παρόμοιες ανησυχίες για όσα συμβαίνουν σε Γαλλία και ΗΠΑ διατυπώνει η θαρραλέα Σώτη Τρανταφύλλου σε άρθρα της στην εφημερίδα τα Νέα, Athens Voice κ.α.

[12] Όπως πριν, σελ. 145-6 κ.α.

[13] Όπως πριν σελ. 18.

[14] Η σχετική βιβλιογραφία είναι μγάλη. Βλ. όμως επίκαιρο  άρθρο του Νίκου Δεμερτζή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «υπερπροβολή και υπερπολιτικοποίηση», στην εφημερίδα η Καθημερινή, 25.1.2023.

Η ιδιότυπη κριτική του Sandel στην «καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατική ηθική»! 

Η βιβλιοκριτική δημοσιεύθηκε στο The Books’ Journal,  τ. 136, Νοεμβρίου 2022 με τον τίτλο «Μανιφέστο κατά του κοινωνικού φιλελευθερισμού», είναι όμως κριτική στον Sandel.

Το ζήτημα της αξιοκρατίας ταλαιπωρεί τη δημόσια ζωή της χώρας ήδη από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους. Απασχολεί εντατικά τα ΜΜΕ κάθε φορά που οι αρχές της παραβιάζονται απροσχημάτιστα και επανέρχεται όποτε επιχειρούνται μεταρρυθμίσεις στον πυρήνα των οποίων ενυπάρχουν αξιοκρατικές αρχές. Αυτό συμβαίνει σήμερα στην παιδεία, και θα έπρεπε να επεκταθεί ή σχεδιάζεται σε δημόσια διοίκηση,  νοσοκομεία και ΕΣΥ,  δικαιοσύνη,  κρατικές επιχειρήσεις και τα δημόσια έργα.  Ήταν φυσικό λοιπόν ότι προσέλκυσε την προσοχή μου το βιβλίο του Michael J. Sandel με τον παράδοξο εκ πρώτης όψεως τίτλο   Η τυραννία της αξίας. Τι έχει απογίνει το γενικό καλό; Εκδόσεις Πόλις, 2022, σε βατή, όσο μπορώ να κρίνω, μετάφραση, του Μιχάλη Μητσού  και επιμέλεια του Γιάννη Μπαλαμπανίδη.  Το βιβλίο εξετάζει το αίτημα και την πράξη της αξιοκρατίας κυρίως στις ΗΠΑ και ευκαιριακά σε άλλες  προηγμένες χώρες της Δύσης, μας επιτρέπει όμως να εμβαθύνουμε στο θέμα πέρα από  την αδιάκοπη καταγραφή διαδοχικών επεισοδίων  αναξιοκρατίας σε Ελλάδα και αλλού και συμπληρώνει την ήδη διαθέσιμη βιβλιογραφία στη χώρα μας. 

Τώρα, για να παρακολουθήσουμε τα επιχειρήματα  και τους περιορισμούς της ανάλυσης του Sandel πρέπει να καταλάβουμε εξ αρχής τον δικό του ορισμό  της αξιοκρατίας: Δεν είναι ακριβώς ό,τι συνήθως αντιλαμβάνεται ο κοινός νους (και τα λεξικά), αλλά  η αέναη επιδίωξη (και θεσμική κατοχύρωση) της οικονομικής επιτυχίας συχνά σε συνθήκες ανταγωνισμού με βάση τα φυσικά ταλέντα, τις γνώσεις και την ευσυνείδητη  δουλειά. Αυτή η επιδίωξη εκτρέφει κατά τον  Sandel μια προβληματική ηθική – την πεποίθηση των πετυχημένων ότι «παίρνουν ό,τι αξίζουν» ή ότι σε μία ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς οι κερδισμένοι αξίζουν από ηθική άποψη τα κέρδη τους. Οι πετυχημένοι  τείνουν να αντιστρατεύονται αναδιανεμητικές πολιτικές και συνακόλουθα  να βλέπουν αφ΄ υψηλού (αλαζονικά) όσους μένουν πίσω. Ο Sandel την ονομάζει «καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατική ηθική»! 

Ο Sandel δεν εξετάζει τις διαφορετικές διαδικασίες που συγκροτούν το πλαίσιο εντός του οποίου ξεδιπλώνεται (ή αποτρέπεται) η επιδίωξη της επιτυχίας, ούτε ενδιαφέρεται για τα μεθοδολογικά προβλήματα μέτρησης των προσόντων και ταλέντων. 

Ο  Sandel  εκτιμά ότι η  αξιοκρατία (όπως την ορίζει) με την ηθική της είναι τμήμα της κυρίαρχης ιδεολογίας στις ΗΠΑ ή αλλού και ότι συνυφαίνεται με προκαταλήψεις ως προς τα προσόντα  που θεωρείται ότι πρέπει να κατέχει κανείς στη δημόσια ζωή με  σπουδαιότερο την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Πρόκειται, γράφει, για πεποιθήσεις που έχουν τεράστιες συνέπειες καθώς διαμορφώνουν π.χ. τον τρόπο  με τον οποίο οι παραδοσιακοί πολιτικοί  στις ΗΠΑ από όλο το πολιτικό φάσμα  αντιμετωπίζουν τη στασιμότητα των μισθών: Προτείνουν στους εργαζόμενους να αποκτήσουν πτυχίο Πανεπιστημίου. 

Εκτός τούτου  κυρίαρχη στις ΗΠΑ αντίληψη για την επιτυχία παρακινεί όσους έχουν πόρους και δύναμη να καταφεύγουν στην απάτη  ή δωροδοκία για να εξασφαλίσουν την εισαγωγή των παιδιών τους σε κορυφαία πανεπιστήμια.  Και, γενικότερα, ο  Sandel δέχεται ότι οι τεράστιες ανισότητες δεν αποτελούν γόνιμο έδαφος για ίσες ευκαιρίες για όλους: Οι πλούσιοι έχουν τη δυνατότητα να σπρώξουν τα παιδιά τους προς τα πάνω και να εξουδετερώσουν διαδικασίες αξιολόγησης για εισδοχή στα καλύτερα Πανεπιστήμια. 

Ο Sandel λοιπόν δεν αγνοεί ότι υπάρχει διάσταση ανάμεσα σε διακηρυγμένες αρχές και πραγματικότητα αλλά υποστηρίζει εμμέσως ότι η μη εφαρμογή διακηρυγμένων αξιοκρατικών αρχών σε αναπτυγμένες οικονομίες (κυρίως του αγγλοσαξονικού χώρου) είναι υποδεέστερο ζήτημα μπροστά στους κινδύνους που προκύπτουν από τη σύζευξή της με ένα αχαλίνωτο ατομικισμό, δηλαδή με μια νοοτροπία που  θέτει τον εαυτό μας πάνω από το «κοινό καλό». Κατά προέκταση τον ενδιαφέρουν περισσότερο η ηθική όσων πετυχαίνουν στη ζωή  και λιγότερο τα ερωτήματα αν  θεσμοί και διαδικασίες γενικά επιβραβεύουν τις προσπάθειές απόκτησης προσόντων, σε τι διαφέρουν από χώρα σε χώρα  και ποιες  οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες έχουν οι διαφορές – ας πούμε για την εθνική οικονομία. 

Παράλληλα,  στέκεται στην αντίληψη της νεοκλασικής οικονομικής για τις αμοιβές που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του επικρατούντος στις ΗΠΑ πολιτισμικού μείγματος. Παραπέμπει σχετικά στον  Gregory Mankiv που έγραφε ότι «οι άνθρωποι πρέπει  να παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Κάποιος που συνεισφέρει περισσότερο στην κοινωνία αξίζει και το μεγαλύτερο εισόδημα, το οποίο αντανακλά και αυτή την συνεισφορά».  Αυτό συμβαίνει υπό τον όρο του ανόθευτου ανταγωνισμού στις αγορές. «Μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει ότι, σε αυτές τις ιδανικές συνθήκες, κάθε άνθρωπος λαμβάνει τη σωστή ανταμοιβή».  Τότε, η αγοραία αξία καθενός (τι παίρνει δηλαδή) ταυτίζεται με την κοινωνική συνεισφορά του. Η όποια ανταμοιβή είναι  δίκαιη. Οι άνθρωποι παίρνουν ό,τι αξίζουν χάρις στο ταλέντο τους, την σκληρή δουλειά, τη μάθηση και τις γνώσεις.  Το επιχείρημα νομιμοποιεί ηθικά τις  μεγάλες εισοδηματικές διαφορές. 

Ο Sandel, αντίθετα, απορρίπτει την άποψη ότι οι άνθρωποι αμείβονται ή πρέπει να αμείβονται ανάλογα με τα προσόντα και ταλέντα τους. Προς τούτο    ανασκοπεί και ερμηνεύει την πλούσια σε ιδέες πολιτική φιλοσοφία γύρω από το ζήτημα της αμοιβής ανάλογα με τα προσόντα. Ενδεικτικά, υπενθυμίζει την άποψη εμβληματικών  φιλελεύθερων στοχαστών Friedrich Hayek,  Frank Knight, John Rawls κ.α. Κατά την ερμηνεία του Sandel,  o  Friedrich Hayek υποστήριζε ότι οι μισθοί και τα εισοδήματα  δεν ανταμείβουν το ταλέντο ή τα επιτεύγματά μας αλλά αντανακλούν συγκυριακά την οικονομική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρουν  όσοι συμμετέχουν στην αγορά.  Είναι προϊόν της «τύχης». Ο Frank Knight έγραφε   ότι  το να ανταποκρίνεσαι σε αυτά που ζητά η αγορά  δεν είναι αναγκαστικά το ίδιο πράγμα με το να συνεισφέρεις πραγματικά στην κοινωνία και ο John Rawls ότι οι προσωπικές επιδόσεις συχνά δεν οφείλονται στα  ταλέντα και τις προσωπικές προσπάθειες. Αυτοί οι παράγοντες παίζουν βέβαια κάποιο ρόλο, όμως λειτουργούν σε  δεδομένες συνθήκες: Π.χ. οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις που ευνοούν τη  επιτυχία. Και ακόμα: Ειδικά οι έμφυτες ικανότητες δεν δικαιολογούν υψηλότερες αμοιβές. Το πρακτικό συμπέρασμα είναι ότι τα κέρδη στον αγώνα για επιτυχία (τα υψηλά εισοδήματα) πρέπει να μοιράζονται  μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών.

Τον  Sandel όμως δεν ικανοποιούν τα επιχειρήματα αυτά. Υποστηρίζει  ότι αυτοί οι φιλελεύθεροι απορρίπτουν μεν την ιδέα  ότι σε μία ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς οι κερδισμένοι αξίζουν από ηθική άποψη τα κέρδη τους, αλλά δεν υπερασπίζονται το κοινό καλό αποφασιστικά καθώς παραβλέπουν τις ηθικές συνέπειες της καθοδηγούμενης από την αγορά αξιοκρατίας.  Η αέναη επιδίωξη  της ατομικής επιτυχίας κάθε ατόμου και ανάλογης αμοιβής, υποθάλπει ή συνυφαίνεται με ένα νοσηρό ατομικισμό: Εκτρέφει συμπεριφορές που αντιστρατεύονται το γενικό καλό, το οποίο υποτίθεται ότι υπηρετεί καθώς προκαλεί ένα τοξικό μείγμα αλαζονείας στους κερδισμένους και εξευτελισμού ή  δυσαρέσκειας σε όσους μένουν πίσω στην ανελέητη κούρσα επιτυχίας και κοινωνικής ανόδου. 

Αυτό δεν αλλάζει ακόμα και αν ξεπερασθούν οι ταξικοί φραγμοί και εφαρμοσθούν προγράμματα ίσων ευκαιριών, όπως προτείνουν οι φιλελεύθεροι που υποστηρίζουν το κοινωνικό κράτος, δηλαδή ακόμα και αν  όλοι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες  να ανελιχθούν  και τα παιδιά της εργατικής τάξης να ανταγωνίζονται ισότιμα  τα παιδιά των προνομιούχων. Και τότε  πάλι, υποστηρίζει ο Sandel, επικαλούμενος προγενέστερες αναλύσεις, 

«θα προκαλούνταν αισθήματα αλαζονείας στους κερδισμένους και εξευτελισμού στους χαμένους. Οι κερδισμένοι θα θεωρούσαν την επιτυχία τους  ΄μια δίκαιη ανταμοιβή για τις δικές τους ικανότητες, τις δικές τους προσπάθειες , τις δικές τους αναμφισβήτητες επιτυχίες΄, και κατά συνέπεια θα κοιτούσαν αφ΄υψηλού  τους λιγότερο επιτυχημένους από αυτούς. Εκείνοι που δεν θα κατάφερναν   να ανελιχθούν  θα ένιωθαν    ότι δεν μπορούν να κατηγορήσουν παρά μόνο τον εαυτό τους». 

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, γράφει ο Sandel, πρόσφερε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα  αλαζονείας : 

«Η ριψοκίνδυνη και άπληστη συμπεριφορά  των τραπεζών  της  Γουόλ Στριτ  έφερε την παγκόσμια οικονομία στο χείλος της κατάρρευσης, με αποτέλεσμα να χρειαστεί ένα μαζικό πακέτο βοήθειας  με χρήματα των φορολογούμενων. Την ώρα λοιπόν που οι ιδιοκτήτες  σπιτιών και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις  αγωνίζονταν να ανακάμψουν , οι μεγαλοτραπεζίτες  της Γουόλ Στριτ έσπευδαν να εισπράξουν μπόνους δεκάδων  δισεκατομμυρίων δολαρίων.»   

Και προσθέτει: 

« Η σημερινή κοσμική αξιοκρατική τάξη πραγμάτων ηθικοποιεί την επιτυχία με τρόπους που απηχούν  την παλιά πίστη στη θεία πρόνοια: παρόλο που οι επιτυχημένοι δεν χρωστούν τη δύναμη  και τον πλούτο τους στη θεία παρέμβαση – αλλά ανελίσσονται  χάρις στη δική τους προσπάθεια και τη δική τους σκληρή δουλειά- η επιτυχία τους είναι αποτέλεσμα της ανώτερης αρετής τους. Οι πλούσιοι είναι πλούσιοι επειδή αξίζουν περισσότερο  από τους φτωχούς. Αυτή η θριαμβολογική πλευρά της αξιοκρατιίας  είναι ένα είδος προνοιακής σκέψης  (providentialism) χωρίς Θεό […] Δεν έχει σχέση τόσο με την καλλιέργεια της αλληλεγγύης ή την εμβάθυνση  των δεσμών μεταξύ των πολιτών, όσο με την ικανοποίηση των καταναλωτικών τους προτιμήσεων με βάση το ΑΕΠ. Αυτό φτωχαίνει τον δημόσιο λόγο»  

Είμαστε πράγματι μακριά από τον αριστοτελική αγωνία για πολιτική αρετή και  φρόνηση με ανάλογη διαπαιδαγώγηση των πολιτών.  

Ένα ευφυές μανιφέστο κατά του κοινωνικού φιλελευθερισμού.

Κατά τη γνώμη μου η συνολική προσέγγισή του  Sandel εμπεριέχει πολλά θετικά στοιχεία: Μας παρακινεί να ξανασκεφθούμε τη διαταραγμένη ισορροπία μεταξύ του κοινού καλού και της αέναης επιδίωξης της ατομικής επιτυχίας όπως τη θέλει ο ανταγωνισμός. Υποδείχνει την ανάγκη για μια νέα ηθική σε πολιτική και κοινωνία. Απορρίπτει, επιστρατεύοντας την πολιτική φιλοσοφία, το δόγμα της πολιτικής οικονομίας ότι τελικά η αμοιβή του καθενός ανταποκρίνεται στην κοινωνική του συνεισφορά.  Πέραν τούτου ο Sandel εκθέτει την αναντιστοιχία μεταξύ αξιοκρατικών διακηρύξεων (του τύπου «ο καθένας λαμβάνει ό,τι αξίζει») και συμπεριφορών στην πράξη που τις ακυρώνουν.

Όμως η προσέγγισή του  πάσχει σε άλλα σημεία. Πρώτον, υπάρχει θέμα ορισμού. Η αξιοκρατία του Sandel δεν είναι ακριβώς ό,τι συνήθως αντιλαμβάνεται ο κοινός νους (και τα λεξικά), δηλαδή ουσιαστικά να μη γίνονται διακρίσεις σε βάρος των καλύτερων, αλλά στοιχείο ενός πολιτισμικού μείγματος που περιλαμβάνει, επαναλαμβάνω, την αέναη επιδίωξη της επαγγελματικής και οικονομικής επιτυχίας σε συνθήκες ανταγωνισμού, την ιδέα ότι οι πετυχημένοι «παίρνουν ό,τι αξίζουν» και  συνακόλουθα, την τάση τους να υποτιμούν του άλλους και να αντιστρατεύονται αλαζονικά αναδιανεμητικές πολιτικές. Κατά την αντίληψή του πρόκειται για ένα κυρίαρχο στις ΗΠΑ ιδίως πολιτισμικό στίγμα. 

Δεύτερον, ο Sandel  γενικεύει στο ζήτημα της κακής ηθικής των πετυχημένων μολονότι φυσικά δεν λείπουν εκδηλώσεις χαμηλής κοινωνικής ευθύνης και αναφέρεται απλουστευτικά στις κοινωνικές σχέσεις σε επιχειρήσεις και θεσμούς.  Το σπουδαιότερο ίσως είναι ότι δεν αναγνωρίζει διαφοροποιήσεις, που είναι  ιδιαίτερα χρήσιμες στη συγκριτική πολιτική, ούτε  στηρίζεται σε συστηματική σύγκριση διεθνών εμπειρικών. Συχνά επιχειρηματολογεί με δυαδικό τρόπο (binary). Στην πραγματικότητα όμως τα στοιχεία που περιέλαβε στο πολιτισμικό μείγμα διαφέρουν από χώρα σε χώρα, ακόμα και στο εσωτερικό κάθε χώρας, καθώς  και από αγορά σε αγορά. Στον ιδιωτικό τομέα λόγου χάριν  ο ανταγωνισμός  θέτει όρια στην πρόσληψη ανίκανων ή αδιάφορων, ανεπαρκών ή ανεκπαίδευτων για εργασίες που απαιτούν γνώσεις, αποτρέπει την ανάθεση έργων σε φιλικούς αλλά κακούς υπεργολάβους, την τοποθέτηση ανεπαρκών συγγενών σε διευθυντικές θέσεις  κ.α.   

Προτάσσοντας το ερώτημα αν η επιδίωξη της ατομικής επιτυχίας  είναι καλή ή κακή ηθικά, ο Sandel παρακάμπτει το ζήτημα ότι μπορεί να ισχύουν περισσότερο ή λιγότερο αξιοκρατικές διαδικασίες σε μία κοινωνία. Έτσι όμως αφαιρεί τη βάση για κάθε πρακτική συζήτηση σχετικά με τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα θεσμών όπως η αξιολογηση, η διαφάνεια και η καθιέρωση κινήτρων. Αυτό δε σε μια εποχή στην οποία αξιολογούνται σχεδόν τα πάντα – άνθρωποι, επιχειρήσεις, κράτη.  Κατά προέκταση παραβλέπει συγκεκριμένα πορίσματα συγκριτικών ερευνών σύμφωνα με τα οποία  κοινωνίες, στις οποίες  λειτουργούν καλύτερα οι κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού και επιβραβεύονται όσοι αποκτούν περισσότερα προσόντα και εργάζονται ευσυνείδητα, αναπτύσσουν μεγαλύτερο δυναμισμό και επιτυγχάνουν υψηλότερα επίπεδα ευημερίας σε σύγκριση με άλλες όπου ο ανταγωνισμός νοθεύεται με πάσης φύσης μεθόδους. Συχνά μάλιστα ο υγιής ανταγωνισμός παντρεύεται με  υψηλά επίπεδα ευθύνης έναντι του συνόλου. Και η  φιλοσοφία του κοινωνικού κράτους ανταποκρίνεται, έστω εν μέρει,  στο αίτημα για ίσες ευκαιρίες. Μερικές φορές είχα την εντύπωση διαβάζοντας την Τυραννία της αξίας ότι είναι ένα επεξεργασμένο μανιφέστο κατά του σύγχρονου κοινωνικού φιλελευθερισμού. 

Συναφώς, η προσέγγιση Sandel φαινομενικά μόνο ικανοποιεί δήθεν προοδευτικές αντιλήψεις για την κοινωνία. Και αυτό γιατί, λογικά,  υποβάλλει το συμπέρασμα ότι δεν χρειάζονται πολιτικές που σκοπεύουν στη δημιουργία ίσων ευκαιριών για κοινωνική άνοδο στις ΗΠΑ κ.α. Εκεί (και αλλού) το κύριο όχημα είναι πράγματι η εκπαίδευση. Στη λογική του  Sandel όλα αυτά περιττεύουν γιατί ωθούν περισσότερους στο κυνήγι της επιτυχίας. Κατά προέκταση, ο Sandel  υποθάλπει  ένα κίβδηλο εν τέλει εξισωτισμό, τον οποίο παντρεύει με τη λαϊκιστική απόρριψη των ελίτ.

 Λογικά, το δίλημμα  που θέτει συνοψίζεται ως εξής : Αν ο σκοπός δεν αξίζει  γιατί να υποβληθούμε σε οποιονδήποτε κόπο; 

Τι κρατάμε από το έργο του Sandel για την ελληνική περίπτωση; 

Πολλά από τα ζητήματα που εγείρει ο  Sandel  τα συναντούμε και εδώ. Γεγονός είναι ότι εισοδηματικές ανισότητες συνεπάγονται άνισες ευκαιρίες κοινωνικής ανόδου υποσκάπτοντας έτσι την αρχή των ίσων ευκαιριών. Επίσης, διαπιστώνουμε υπερβολική έμφαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Οι οικογένειες  κάνουν ό,τι μπορούν για να στείλουν το παιδί τους στα Πανεπιστήμια προκειμένου να αποκτήσουν τυπικά προσόντα είτε για την είσοδο στο Δημόσιο, είτε σε ορισμένα καθ΄ υπόθεση προσοδοφόρα επαγγέλματα γιατρών, μηχανικών κ.α. Κοινωνία και πολιτική πίεζαν ακατάπαυστα για επέκταση («μαζικοποίηση») της πανεπιστημιακής παιδείας ώστε να επιτρέψει σε ολοένα και περισσότερους απόφοιτους των γυμνασίων (παλαιότερα) και των λυκείων (σήμερα) να εισέλθουν στα Πανεπιστήμια. Το μαζικό άνοιγμα των Πανεπιστημίων διευκόλυνε μεταξύ άλλων ο πολλαπλασιασμός των ΑΕΙ και των Τμημάτων τους, καθώς και η εισαγωγή σε πολλά από αυτά χωρίς επαρκείς γνώσεις όπως έδειχναν οι βαθμοί κάτω από τη βάση. Η επαγγελματική-τεχνική εκπαίδευση υποβαθμίσθηκε. Το τελευταίο βήμα έγινε με την ένταξη των ΤΕΙ  (υποτίθεται της κορυφής της επαγγελματικής – τεχνικής παιδείας) στα Πανεπιστήμια προκειμένου να ικανοποιηθούν προεκλογικά (πριν από το 2019) πάγια αιτήματα διδασκόντων και πιθανόν διδασκομένων. 

Σε αντίθεση με την ιεράρχηση του Sandel, στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρει τόσο  η υποκειμενική επιδίωξη της επιτυχίας, αλλά προέχει αν θεσμοί και διαδικασίες γενικά επιβραβεύουν τις προσπάθειές των ανθρώπων  να αποκτήσουν προσόντα  και τι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες έχει  η παράκαμψή τους για το σύνολο- ας πούμε την εθνική οικονομία. 

Γεγονός είναι επίσης ότι μέσω οικογενειακών και φιλικών διασυνδέσεων και πελατειακών σχέσεων παρακάμπτονται συστηματικά τυπικοί κανόνες (π.χ. προσλήψεις στο Δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ) που εξασφαλίζουν ότι οι καλύτερα προετοιμασμένοι επιλέγονται για την είσοδο στο Δημόσιο. Εύκολα τεκμηριώνεται ότι  οι διορισμοί σε διάφορες θέσεις γίνονται συχνά (αν και όχι πάντοτε) με κριτήριο την κομματική νομιμοφροσύνη, δημόσια έργα κατατεμαχίζονται  για να ανατεθούν σε ημέτερους εργολάβους, κ.ο.κ.  και εφαρμόζονται συχνά ευφάνταστες μέθοδοι για την καταστρατήγηση κάθε έννοιας αξιοκρατίας. 

Πολυάριθμα  άρθρα και βιβλία  ων ουκ έστιν αριθμός εξετάζουν τον ρόλο του πελατειακού συστήματος και της οικογένειας στην Ελλάδα ως πηγών πολύμορφων διακρίσεων. Το βασικό μοτίβο τους είναι ότι οι οικογενειακές διασυνδέσεις και οι άτυπες πελατειακές διευθετήσεις  δεν υποτάσσονται σε οποιαδήποτε έννοια αξιοκρατίας ή «κοινού καλού»  και επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των κρατικών υπηρεσιών, το μέγεθος της επιχειρηματικότητας, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ως ένα βαθμό τα χρέη και την εσωστρέφεια της κοινωνίας και την ποιότητα της πολιτικής καθαυτής.  Οι πρακτικές αυτές δεν χαρακτηρίζουν μία μόνο πολιτική παράταξη και έχουν δηλητηριάσει το πολιτικό κλίμα καθώς έχουν προκαλέσει γενικευμένη μη εμπιστοσύνη  σε θεσμούς και πρόσωπα.  

Σύμφωνα με  έρευνες γνώμης,  στη χώρα μας και οι πολίτες θεωρούν πως οι νόμοι δεν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο για όλους (71% των ερωτώμενων), υπάρχει  μεροληψία στη Δικαιοσύνη (81%), και γενικά αναξιοκρατία  (80,5%). Επίσης, οι έρευνες γνώμης δείχνουν, όπως το θέτουν οι Μαρατζίδης και Σιάκας, ότι «ο θεσμός που εμπιστευόμαστε περισσότερο είναι η οικογένεια  και μάλιστα με τόσο μεγάλη διαφορά από τους υπόλοιπους»

Στο ιδεολογικό επίπεδο η αξιολόγηση προσόντων, ευσυνειδησίας, ειδίκευσης  έχει γίνει ανάθεμα.  Διάχυτα είναι «προοδευτικά» ιδεολογήματα  (του τύπου «η αριστεία είναι ρετσινιά») που υποθάλπουν υποκριτικά  έναν αντιπαραγωγικό εν τέλει εξισωτισμό,  παντρεύουν την κριτική τους με όλα τα χαρακτηριστικά του αβαθούς λαϊκισμού, ιδίως με τη γενικευμένη  απόρριψη των ελίτ και αντιστρατεύονται μέτρα όπως η αξιολόγηση γενικά στο Δημόσιο και ειδικά στην Παιδεία, η ανασύσταση των προτύπων και πειραματικών σχολείων κ.α.  

Σε πυκνή διατύπωση ο κόσμος μας διαφέρει από τον κόσμο που ανατέμνει ο Sandel στον οποίο  «η καθοδηγούμενη από την αγορά αξιοκρατία» έχει αναχθεί σε υπέρτατη αρχή. Το θεσμικό και ιδεολογικό κλίμα της Ελλάδας διαφέρει σε σύγκριση με το αμερικανικό. Σε αντίθεση με όσα περιγράφει ο Sandel για τις ΗΠΑ, η αξιοκρατία εδώ είναι το ζητούμενο. 

Ωστόσο δεν πρέπει να γενικεύουμε. Η ίδια η οικονομική εξέλιξη  και οι διεθνείς συνθήκες επέβαλαν διαδικασίες αξιοκρατικές ώστε να επιλέγονται  πολλοί που έχουν ταλέντο, εξειδικευμένες γνώσεις και εργάζονται ευσυνείδητα. Η ελληνική κοινωνία έχει αποδεχθεί ορισμένες μορφές αξιολόγησης π.χ. τις εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια, διορισμούς στο Δημόσιο μέσω του ΑΣΕΠ παρά τις απόπειρες παράκαμψής του, τις αξιολογήσεις της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς κ.α.  

Μετά τις εκλογές του 2019 και την ανάληψη της κυβέρνησης από τη ΝΔ, ένα κόμμα με βαθιές πελατειακές δικτυώσεις αλλά με μία ηγεσία σήμερα προσανατολισμένη σε  φιλελεύθερες αρχές, εντάθηκαν οι θεσμικές τομές που στόχευαν στην αποτίμηση γνώσεων και ικανοτήτων σε ορισμένες περιοχές πολιτικής κυρίως στην εκπαίδευση και στη Δημόσια Διοίκηση. 

Αυτή η αξιοκρατική επιτάχυνση, αιτιολογήθηκε και αιτιολογείται με διάφορα επιχειρήματα: Προάγει  την παραγωγικότητα και την καινοτομία, την της χώρας στον διεθνή  ανταγωνισμό, την ποιότητα τοι κοινωνικού κράτους. Επομένως υπηρετεί  το γενικό καλό. Με απλά λόγια η χώρα θα τα καταφέρει στο διεθνές και ευρωπαϊκό πεδίο αν αξιοποιεί και επιβραβεύει ταλέντα, ικανότητες και ευσυνείδητες προσπάθειες των ανθρώπων της. 

Τυπική είναι σήμερα η ηρωική προσπάθεια της υπουργού Παιδείας κ. Κεραμέως που προτείνει ή προωθεί εκ νέου την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων  (ως πρώτου σταδίου μιας συνολικής διαδικασίας αξιολόγησης), τον θεσμό των πειραματικών και προτύπων σχολείων,  τις  μετρήσεις  PISA (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ, την καθιέρωση πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας  για υποψήφιους καθηγητές,  που θα αποκτάται μετά από παρακολούθηση  ειδικών προγραμμάτων στα Πανεπιστήμια, το σύστημα επιλογής εκπαιδευτικών για διοικητικές θέσεις, τον θεσμό των μεντόρων (συμβούλων νεοδιορισμένων από εμπειρότερους) κ.λ.π. 

Κατά τη γνώμη μου και ο Στέφανος Μάνος υπερασπίζεται χωρίς εάν και εφόσον (αλλά με κάποια ανεδαφικότητα) την ανάγκη για αξιοκρατία. Γράφει, ενδεικτικά, ότι  

«το σύστημα της αμοιβής και της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού στο Δημόσιο είναι προβληματικό […] Στο Δημόσιο θα έπρεπε να χειριζόμαστε το ανθρώπινο δυναμικό λίγο ή πολύ όπως θα το έκανε μια ευνομούμενη πολιτεία. Σε αξιολογώ συστηματικά, προσπαθώ να σε βοηθήσω να γίνεις καλύτερος. Αν αποτύχεις επανειλημμένως σε διώχνω. Αν είσαι καλύτερος σε πληρώνω καλύτερα […] Είναι ανήθικο να πληρώνει ένας φορολογούμενος για κάποιον που είναι αποδεδειγμένα ακατάλληλος» […] Δεν θα φτιάξουμε κράτος αν δεν ενσωματώσουμε τη διαδικασία αξιολόγησης του προσωπικού». 

Υιοθετώ λοιπόν  ένα διαφορετικό πλαίσιο  προσέγγισης του ζητήματος της αξιοκρατίας από εκείνο του Sandel. Ίσως μάλιστα μπορούμε να αντιστρέψουμε το επιχείρημα του: Το κοινό καλό,  η αίσθηση της κοινότητας, η διάθεση για αλληλεγγύη, γενικά η εμπιστοσύνη στην κοινωνία και η ανάπτυξη έχουν μεταξύ άλλων ως  προϋπόθεση την αξιοκρατία με την έννοια της αποφυγής διακρίσεων που οφείλονται στην πελατειακή- κομματική και οικογενειακή λογική σε βάρος όσων έχουν ταλέντο και προσόντα ή είναι παραγωγικότεροι.  

Για το έργο αυτό η ανάλυσή του Sandel δεν μας χρησιμεύει ιδιαίτερα.  

Φανερές και αφανείς αντιθέσεις – Παράδοση και νεωτερικότητα στη μεταδικτατορική Ελλάδα, 1974-2022. Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023

Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης

Η μελέτη αυτή αναδεικνύει τη σημασία πολιτισμικών παραμέτρων για την κατανόηση των εξελίξεων σε θεσμούς και πολιτική από την πτώση της Δικτατορίας μέχρι σήμερα. Απαντά στα ερωτήματα: ποιοι πραγματικά είμαστε (όχι ποιοι θα έπρεπε  να είμαστε), από ποιες αξίες και ιδέες εμφορούμαστε, πως αυτές σημάδεψαν πολιτικές αποφάσεις, συλλογικές και ατομικές συμπεριφορές αλλά και πως επηρεάσθηκαν από τις παγκόσμιες και ευρωπαϊκές εξελίξεις. Το θεμελιώδες ερώτημα λοιπόν είναι, γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε.

Καταλύτης για το ανά χείρας κείμενο ήταν η ελληνική κρίση που σοβούσε από καιρό αλλά ξέσπασε το 2009-2010 και διήρκεσε μια ολόκληρη δεκαετία (2009-2019). Οι επόμενες εξωγενείς  αναταράξεις (2020-2022) βρήκαν μια κλονισμένη οικονομία και κοινωνία. Η κρίση γενικά επέβαλε να επανεξετάσουμε ολόκληρη τη μεταδικτατορική περίοδο (λέγε Μεταπολίτευση) και συγκεκριμένα τα πολιτισμικά θεμέλια του αναπτυξιακού μοντέλου. 

Η βασική μας θέση είναι ότι κατά τη Μεταπολίτευση, σε ελληνική πολιτική και κοινωνία, σε συμπεριφορές ατόμων και ομάδων επικράτησε ένας  πολιτισμικός πλουραλισμός – ένα μείγμα -εν μέρειαντίθετων μεταξύ τους αξιών και ιδεών  της παράδοσης, κυμάτων της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.  Το μείγμα ήταν ρευστό με την έννοια ότι εμπλουτιζόταν με νέα στοιχεία σε μεταβαλλόμενη ισορροπία με τα υπόλοιπα. Συχνά τα ίδια τα άτομα εμφορούνταν από πολλαπλές και εν μέρει ασύμβατες μεταξύ τους αξίες.

Αναπόφευκτα, αναδύθηκαν ποικίλα αξιακά διλήμματα αλλά και συμβιβασμοί  (υβριδικές λύσεις). Κάθε περιοχή πολιτικής εμφανίζει βέβαια ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, στη Δημόσια Διοίκηση  αντιπαλεύουν η εκπλήρωση του καθήκοντος με την πελατειακή νομιμοφροσύνη, η συναδελφική αλληλεγγύη με τη λογοδοσία, η επετηρίδα με την αξιολόγηση. Στη χωροταξία αντιπαλεύει η διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος με τις κυρίαρχες αντιλήψεις για την ιδιοκτησία. Στην κοινωνική πολιτική η γενική οργάνωση της αλληλεγγύης μέσω του κοινωνικού κράτους με προνομιακές ρυθμίσεις.

Η εργασία αυτή, αφού  εξετάσει  τις θεωρητικές προσεγγίσεις της κουλτούρας που έχουν προταθεί κατά καιρούς (θεωρία κοινωνικού κεφαλαίου, θεωρία του εκσυγχρονισμού κλπ.), συγκεκριμενοποιεί τις υποθέσεις μας για το πολιτισμικό τοπίο της χώρας, και αναλύει την ένταση ανάμεσα σε παράδοση, (αντιφατικές) νεωτερικές αξίες (ελευθερία έναντι ισότητας ή δικαιοσύνης) και μετανεωτερικά φαινόμενα (ταυτοτικά κινήματα) σε επιλεγμένες περιοχές πολιτικής. Συναφώς, υπεισέρχεται και σε θέματα που συζητήθηκαν κατά καιρούς ευρύτατα – πως  προβεβλημένοι διανοούμενοί μας αντιλήφθηκαν τις αξιακές εντάσεις ( Π. Κονδύλης, Κ.Τσουκαλάς, Δ. Χατζής, Γιάννης Μπαλαμπανίδης  κ.α.), τι μας δίνει η θέση του πολιτισμικού δυισμού,  αν η χώρα διαθέτει κάποιον ηγεμονικό πυρήνα ιδεών και αξιών (Δ. Τζιόβας, Ευκλείδης Τσακαλώτος, Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Ανδρέας  Πανταζόπουλος, κ.α.), σε πιο βαθμό έγινε νεωτερική, αν και πως επηρέασε την κουλτούρα μας ο ευρωπαϊκός ιδεότυπος, ποιες συνθέσεις αξιών και ιδεών επιχείρησαν συντεταγμένες πολιτικές δυνάμεις.